Εκκλησίες-Bρύσες-Μνημεία Του Χωριού...

ΓΕΝΙΚΑ:
Είναι άγνωστο το πότε διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στην περιοχή της Νότιας Πίνδου, στα Άγραφα. Στα Βυζαντινά χρόνια η περιοχή υπαγόταν στην επισκοπή Λιτζάς. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας τα Άγραφα υπαγόταν στην επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων της μητρόπολης Λαρίσης. Με την απελευθέρωση η επισκοπή ονομάστηκε «Καλλιδρόμης» και είχε περιφέρεια περίπου τη σημερινή Ευρυτανία. Από το 1842-1852 η Ευρυτανία υπάγεται επισκοπικά στη μητρόπολη Ακαρνανίας κι ύστερα ενώθηκε με την επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας με έδρα χειμερινή τη Ναύπακτο. Αρχιερατικός επίτροπος Κτημενίων ορίζεται κατά καιρούς ένας από τους παπάδες των χωριών, του άλλοτε ομώνυμου δήμου. Σύμφωνα με την παράδοση στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο επίσκοπος Αγράφων πολλά καλοκαίρια παραθέριζε στο μοναστήρι της Βράχας. Το 1777 βρίσκομε το «Μέγα Ιεροκήρυκα» του Πατριαρχείου Δωρόθεο Βουλησμά να παραθερίζει στο Μοναστήρι και να επισκέπτεται τις γύρω «χώρες» κηρύσσοντας, στηρίζοντας την πίστη, λύνοντας διάφορα ζητήματα.




ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ :

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

«Στο χωριό μας που δεν είναι
Κι ομορφότερο στην πλάση
Μας αφήκαν οι γονείς μας
Μια γερόντισσα ε κ κ λ η σ ι ά».
(Γ. Αθάνας)





Ο «Άγιος Νικόλαος ο εν Μύροις» είναι ο «πολιούχος» και «προστάτης» άγιος του χωριού από «κτίσεως Βράχας». Ο «θαλασσινός» άγιος που το καντήλι του καίει σε κάθε πλεούμενο. Μονάχα η Βράχα και η Χόχλια – από τα γύρω χωριά – έχουν «πολιούχο» τον Αϊ-Νικόλα. Αυτό υποδηλώνει άραγε, ότι οι πρώτοι Βραχηνοί κατάγονταν από παράλια μέρη και χωριά; Ο Άγιος Νικόλαος ήταν ανέκαθεν ο ενοριακός ναός της Βράχας και η ενορία τιτλοφορείται: «Ενορία Αγίου Νικολάου Βράχας». Η εκκλησία του Αγίου χτίστηκε από τα παλιά χρόνια στην κεντρικότερη και πιο περίοπτη θέση – πλάτωμα του χωριού, στο Μεγάλο Μαχαλά, που είχε κάποτε και την ονομασία (Αι-) Νικολακιάδες. Ένας από τους παλιούς ομώνυμους ναούς καταστράφηκε από επιδρομείς πριν τα 1700. Χτίστηκε άλλος που πυρπολύθηκε κι αυτός από τους Τούρκους κατά την Ελλ. Επανάσταση (1821). Από τα παλιά κειμήλια του Αϊ-Νικόλα σώζονται μονάχα η μικρή καμπανούλα (ε.1622), η εικόνα του Αγίου της εποχής του 17ου αιώνα, το ασημοσκέπαστο ιερό Ευαγγέλιο ε. αψιθ’ (1719) και το ασημένιο «κουτί» του Αγ. Χαραλάμπου, αν τούτο δεν προέρχεται από το Μοναστήρι. Τα κειμήλια αυτά γλίτωσαν γιατί οι κάτοικοι στις διάφορες επιδρομές των Τουρκαρβανίτικων ασκεριών ή ληστοσυμμοριών τα έπαιρναν μαζί τους στα κρησφύγετά τους ή τα πέταγαν σε κρυφές και απόμερες θέσεις. Μετά την απελευθέρωση (1829-1833) οι κάτοικοι ξανάχτισαν τον Αϊ-Νικόλα.Η οικοδομή, ο εξοπλισμός και ο εξωραϊσμός της ήταν φτωχικά, ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των προγόνων μας που ύστερα από τόσους αγώνες, αίματα και καταστροφές γκρέμισαν το ζυγό. Ο ναός αυτός γέρασε, ερειπώθηκε και το 1913 κατεδαφίστηκε για ανακαίνιση. Ο καινούριος μεγαλόπρεπος και μνημειακός ναός, πρότυπο και μοναδικός σ’όλη την Ευρυτανία., χτίστηκε από το 1914 ως το 1918. Το σχέδιο – σταυροειδής με διαστάσεις 12,60x21,70x12,50μ. – το είχε συντάξει ο τότε νομομηχανικός Αίτωλ/νίας Ιωάννης Μπούμπουλης. Την κατασκευή την έκανε η μεγάλη κομπανία του Γιάννη Φιλίππου ή Καλογήρου από το χωριό Λαγκάδια-Κόνιτσας. Την επίβλεψη (δωρεάν) την είχε ο εμπειροτέχνης Κώστας Δ. Κυρίτσης από την Βράχα, εβδομηντάρης τότε. Σε βάθος κάτω από το δάπεδο του ναού θάφτηκαν τα ανακομισμένα μέχρι τότε οστά των προγόνων. Στους τοίχους εσωτερικά είναι εντοιχισμένα «ηχεία» (τσουκάλια). Η λιθοδομία – με την καλλίτερη πέτρα της περιοχής και ασβεστόλασπη – έγινε με το ισόδομο σύστημα και είναι επιμελημένη και σε πολλά στοιχεία μνημειακή. Οι πέτρες είναι σφυροπελεκητές, ορθογώνιες. Ο ναός εγκαινιάστηκε το 1920. Χρόνο με το χρόνο με δωρεές και έσοδα της ενορίας έγιναν οι εσωτερικές εργασίες, βελτιώσεις, συμπληρώσεις και εξοπλισμός. Οι δωρεές και τα αφιερώματα έφθαναν από παντού, απ’όπου ήταν και ζούσαν άτομα Βραχηνής καταγωγής. Στον Αϊ-Νικόλα καθώς και στα άλλα παρεκκλήσια σώζονται εικόνες περασμένων αιώνων, βιβλία, επιγραφές, αντικείμενα με αφιερώσεις. Το 1924 ο Γιώργος Στ.Κ. Μάγκας αφιέρωσε τη μεγάλη καμπάνα, η μεσαία έγινε με έξοδα της ενορίας. Το 1934 κατασκευάστηκε το ωραίο από καρυδιά ξυλόγλυφο τέμπλο σε μνήμη του Ηλία Ν.Κ. Μάγκα που πέθανε στην Αμερική. Την ξυλεία την πρόσφερε ο ναός. Είναι άγνωστο πόσο στοίχισε το 1914-1918 η ανοικοδόμηση του ναού. Τα έξοδα τα προσέφεραν οι κάτοικοι, που εθελοντικά μπήκαν σε 4 κατηγορίες ετήσιας εισφοράς, μέχρις ότου τελειώσει η οικοδομή. Όσοι δεν είχαν χρήματα προσέφερναν ανάλογη εργασία, που ήταν σκληρή, κοπιαστική και επικίνδυνη. Έτσι οι φτωχοί πρόγονοί μας με το θείο και ένθερμο ζήλο τους κατόρθωσαν να μας αφήσουν ένα έργο κόσμημα και στολίδι της περιοχής, ένα πρότυπο της παραδοσιακής οικοδομικής, η οποία τώρα ξεχάστηκε, σβήνει. Στους σεισμούς της 5 Φεβρουαρίου 1966 το ιστορικό αυτό μνημείο έπαθε σοβαρές ζημιές. Το 1974/75 έγινε η αναστήλωση του ναού με σύγχρονους τρόπους και στο εσωτερικό. Στον τρούλο δόθηκε το κανονικό ύψος. Συγκινητική ήταν η πρώτη λειτουργία στον αναστηλωμένο ναό στις 3 Αυγούστου 1975, στην οποία χοροστάτησε ο μητροπολίτης Ναυπακτίας-Ευρυτανίας σεβ. Δαμασκηνός Κοτζιάς με 5 ιερωμένους. Παραβρέθηκαν πάνω από χίλια άτομα, ανάμεσα στα οποία υπουργοί, βουλευτές, πολιτευτές και εκπρόσωποι των αρχών Κτιμενίων και Ευρυτανίας. Έγινε ωραία τελετή που άφησε «εποχή» στην περιοχή. Τα έξοδα της αναστήλωσης (πάνω από 2.400.000.δρχ. το 1974/75) τα προσέφεραν απλόχερα και με γενναιοδωρία οι απανταχού Βραχηνοί, γνωστοί και άγνωστοι φίλοι του χωριού και δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί. Τη μελέτη και επίβλεψη του έργου προσέφεραν δωρεάν οι συμπατριώτες Πολιτικοί Μηχανικοί Κώστας και Ηλίας Δ.Κ. Κυρίτσης και ο Βασ. Σπ.Γ. Ράγκος. Οι κόποι, το ενδιαφέρον και η συμβολή και των τριών αυτών – ρίζας και τέκνων της Βράχας – ήταν βασική, πρωταρχική και αξιομνημόνευτη. Τη δύσκολη και επικίνδυνη εκτέλεση του έργου ανέλαβε ο άξιος, εμπειροτέχνης εργολάβος Παναγιώτης Φ. Ντότσιας, κάτοικος Λαμίας, καταγωγής από τον γειτονικό μας Κλει(τσ)στό.





ΠΑΝΑΓΙΑ (ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ)

Καθαγιασμένος τόπος στη νότια παρυφή του Πέρα Μαχαλά. Το παρεκλησάκι πρωτοχτίστηκε στις αρχές του 18ου αιώνα σε οικόπεδο συνέχεια με τα περιβολοοικόπεδα των αρχαίων αδερφικών οικογενειών της Βράχας Μερεντίτη και Τσοόπουλου ή Ντζόγια. Το 1842 το ανακαίνισε ο λοχαγός Γιαννάκης Κ. Μερεντίτης. Το 1912/13 το ανακαίνισαν οικογένειες της συνοικίας και η ενορία. Το 1967 το ανακαίνισε ο Σταύρος Χ.Κ. Ντζιώρας και η ενορία. Η λιθοδομία του είναι κοινή, ασβεστόχτιστη με στοιχεία από σιδηροπαγές σκυρόδεμα. Η ιερή αποσκευή, εξαρτήματα και διακόσμηση του ναού προέρχονται από δωρεές και αφιερώματα ευσεβών χωριανών και έξοδα της ενορίας. Η ανακαίνιση του 1967 έγινε στα ίχνη του προηγούμενου ναού. Στην Παναγία έχουν αναρτηθεί από πολλά χρόνια 3 ξύλινες εικόνες της Βράχας – πολύ καλής τέχνης – της εποχής τέλη του 17ου αρχές 18ου αιώνα, οι εικόνες:
-Της Θεομήτορος, 0.55x0.90, στο τέμπλο.
-Του Χριστού Σωτήρος, 0.55x090, στο τέμπλο.
-Της Παντανάσσης, στο ξύλινο προσκυνητάρι, η Παναγία η Κυφιώτισσα.
Στο ίδιο παρεκλησάκι υπάρχει επίσης καρυδένια ξυλόγλυφη κασέλα – μέτριας τέχνης – με διάφορες παραστάσεις και την επιγραφή: «Οστά Νικολ. Μερεντίτου έτος 1849». Η τοποθεσία της Παναγίας δεσπόζει όλης της γύρω περιοχής. Αυτού, κατά την παράδοση, οι πρόγονοι σε καιρό ανωμαλιών και αναμενομένων επιδρομών τοποθετούσαν γεροκαμάτη και βροντόφωνο παρατηρητή, ο οποίος ανάλογα με το ό,τι έβλεπε ή μάθαινε τους ειδοποιούσε φωνάζοντας:
«Τούρκοι!! Ωρέ χωριανοί, Τούρκοι!! Ροβολάνε στην Κορίτσα!»
«Τούρκοι!! Ωρέ χωριανοί, Τούρκοι!! Μαθεύτηκαν στην Αντριάδα».


Η καμπανούλα του παρεκλησιού είναι δωρεά του Δημ. Κ.Ν.Κ. Ντζιώρα, έτος 1965. Σήμερα το 2007 η εκκλησία μας έχει τελειοποιηθεί, καθόσον η τελευταία ανακαίνιση έγινε το 2006 με δωρεά του Ηλία Β. Ντζιώρα.




ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Όμορφη και ειδυλλιακή τοποθεσία της Βράχας με δασάκι από αιωνόβιες βαλανιδιές, μεράντζες και πλατάνια, βρύση για το διψασμένο και το γραφικό μικρό εξωκλήσι στο όνομα της Αγίας Παρασκευής. Απέχει από τη νοτιοανατολική παρυφή του Μεγάλου Μαχαλά λίγα εκατόμετρα. Συνηθισμένος σύντομος περίπατος των Βραχηνών, παιδότοπος, φυσική «Παιδική Χαρά». Εκκλησάκι ίσως να υπήρχε εδώ από πριν το 1821, το οποίο ανακαινίστηκε μετά την Απελευθέρωση, αφού πρώτα κάποιος γέρος είδε τη νύχτα φως, το επισήμανε με την γκλίτσα του, έσκαψαν και βρήκαν την εικόνα. Τον τόπο τον δώρισαν οι Πολυμεραίοι. Το εκκλησάκι κάηκε τυχαία το 1880. Αυτό που σώζεται σήμερα χτίστηκε το 1885 με έξοδα του χωριού και με αρχιμαστόρους τον Κώστα Ι. Μαντούζα και τον Κώστα Ι. Ράντη, μας το βεβαιώνει η εικονόμορφη λίθινη επιγραφή, εξωτερικά, πάνω από τη δυτική είσοδο. Το εξωκλήσι είχε (δυτικά) περίστυλο ανοιχτό εξωνάρθηκα (υπόστεγο) που καταστράφηκε στις 5/2/ 1966. Οι διαστάσεις του ναού είναι περίπου 6.00x11.00x5.00μ., η λιθοδομή είναι κοινή ασβεστόχτιστη με λίγα στοιχεία επεξεργασμένα μνημειακά, όπως οι παραστάδες, τα υπέρθυρα, η επιγραφή. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, μέτριας τέχνης, είναι έργο κάποιου Ε.Μ.Λ., 1890. Η διακόσμηση του ναού είναι απλή, φτωχική, με φορητές εικόνες, καντήλια, μανάλια, καμπάνα κ.α. από δωρεές και δεήσεις διαφόρων χωριανών. Ξεχωρίζουν δύο εικόνες, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Παντελεήμονα, 1894. Ο «αρχιμάστορας» Κ. Ι. Μαντούζας έφτιασε σε μνημειακό στυλ το εικόνισμα το 1882 και τη βρύση το 1889 με κούπα σαν δωρεά του. Τα συναντάμε δίπλα και μπροστά στην αυλόπορτα του περίβολου του ναού. Η καμπανούλα του εξωκλησιού είναι δωρεά (ετ.1912) των Ακριβαίων.





ΑΪ-ΛΙΑΣ

Μικρό ξωκλήσι στην ανεμοδαρμένη δυτικά του χωριού ράχη. Λιθοδομία πολύ κοινή, χωρίς αντοχή. Χτίστηκε το 1953/55, με εξορμήσεις του χωριού, στον τόπο παλιότερου, που το είχαν κάψει κατά λάθος το 1866 κάτι ληστοπλιατσικατζήδες. Η εξόρμηση έγινε αφού πριν «είδαν μερικοί ονείρατα, μίλησαν με τον Άγιο, συνέβηκε κάτι σαν θάμα κ.τ.λ.». Ο δεσπότης Χριστοφόρος, που έτυχε τότε να επισκεφτεί το χωριό, είπε: «Δεν χρειάζονται πολλές εκκλησιές, δεν μπορείτε να τις συντηρήσετε, φτάνει το Μοναστήρι και ο Αϊ-Νικόλας. Αυτά να προσέξετε». Η θέση δεν έχει νερό παρότι το τραγούδι την θέλει:

«Εκεί ψηλά στον Αϊ-Λιά, που’ναι τα κρύα τα νερά.
…………………………………………»
«Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
στον Αϊ-Λιά, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πόχουν οι κλέφτες σύναξη κ’ οι καπιταναραίοι,
……………………………………………».





ΑΪ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ

Καθαγιασμένος τόπος από τα πολύ παλιά χρόνια στη ρούγα του Κάτω Μαχαλά, όπου τ’αλώνια της συνοικίας. Το τελευταίο εκεί παρεκλήσι στο όνομα του Αγίου Δημητρίου κάηκε το καλοκαίρι του 1913, πήραν φωτιά οι θημωνιές σιταριού, που ήταν στοιβαγμένες γύρω του. Το 1963/64 ο μακαρίτης Γιάννης Χρ. Τσιρώνης, διευθυντής στο Υπουργ. Οικονομικών, έβγαλε από τα Κρατικά Λαχεία ένα σοβαρό βοήθημα για να ξαναχτιστεί ένα μικρό κι όμορφο παρεκλησάκι του Αγ. Δημητρίου. Οι αρμόδιοι περιμένοντας να γίνει αμαξόδρομος για τον Κάτω Μαχαλά δεν έκαναν τίποτα. Έτσι το 1977 το βοήθημα εκείνο ελάχιστα άξιζε, το έφαγε ο πληθωρισμός. Σήμερα το εκλησάκι του Αϊ-Δημήτρη έχει ολοκληρωθεί από δωρεά του Δημητρίου και Βιργινίας Ράμμου.





Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ

Πρόκειται για την άλλοτε λαμπρή, εξέχουσα και ιστορική «Ιεράν Μονήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, την κατά Βράχαν των Αγράφων», για την «Αγία Σωτήρα» ή «Σωτήρω» των κατοίκων των γύρω χωριών. Είναι σε υψόμετρο 880μ. και βρίσκεται 2χμ. βόρεια της Βράχας. Καλός αμαξόδρομος, για ευχάριστο και απολαυστικό περίπατο, οδηγεί στο Μοναστήρι. Από τα παλιά της μεγαλεία σώζεται σήμερα μονάχα το χαριτωμένο μικρό καθολικό, κατάγραφο και καταστόλιστο εσωτερικά, όπου είναι ιστορημένο, τοιχογραφημένο με σκηνές και πρόσωπα της «Παλαιάς και Καινής Διαθήκης» με μορφές αγίων, οσίων και μαρτύρων. Κατάνυξη, έκσταση, μερτασίωση, κάποιος φόβος και δέος πιάνει τον προσκυνητή – επισκέπτη μέσα στον κατάγραφο ναό με το ελάχιστο φως που μπαίνει από τα μικρά του παράθυρα. Χαρακτηρίστηκε «Ιστορικόν Διατηρητέων Μνημείον», ΦΕΚ 281, τ. Β’ της 29/12/1956 (φροντίδα Α.Σ.Α.Β.), και μικρομερεμετίστηκε δυο φορές. Είναι το αρχαιότερο και σπουδαιότερο μνημείο της Βορειοτυμφρήστιας Ευρυτανίας. Τριακόσια και πλέον χρόνια μάρτυρας, είδε, γνώρισε και έπαθε πολλά, μολογάει, μιλάει και διηγιέται πάρα πολλά, για παλιά και περασμένα, αν κανένας καταλαβαίνει τη γλώσσα του. Κουρνιασμένο στη γραφική, δελφική θέση του, με πλάτη και απάνεμο (Δ,Β) μεγαλόπρεπους και θεόρατους βράχους, με μαλακές πλαγιές και κοιλαδίτσες μπροστά του (Α,Ν), περιτριγυρισμένο από δρυμό τριακοσιόχρονων βαλανιδιών και καστανιών με γαργαρόνερες πηγές και βρύσες σ τ έ κ ε ι εκεί αιώνιο κι άγρυπνο καραούλι, παρατηρητήριο. Αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορίας. Είναι άγνωστο το πότε ιδρύθηκε και πρωτοχτίστηκε το Μοναστήρι. «Η ιδρυσίς του είναι χρονολογίας αρχαιοτάτης, αλλά την οποίαν δεν θα ηδύνατό τις να προσδιορίση», [απαντάει στο Βασιλιά ο γραμματέας ,υπουργός των «Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Εκπαιδεύσεως» Γ. Γλαράκης με την αναφορά του αριθ. 17414,…κ.λ.π. της 18/30 Μαΐου 1838 (ΓΑΚ, Μ, Φ. 194)]. Δεν πρόκειται για την «ανακαίνιση» που φώναζε και τότε (το 1838) και φωνάζει και τώρα από πολλές μεριές τη χρονολογία της. Από αρκετά χρονολογημένα ή εύκολα χρονολογούμενα κειμήλια και τεκμήρια του (εποχής 16ου αι. ) που γλύτωσαν από την μανία του χρόνου και του ανθρώπου όπως: βιβλία χειρόγραφα και έντυπα, καμπάνες, εικόνες, τμήματα αρχαίου παλιού τέμπλου, γραφτά ηγουμένων του και την ακόμα ζωντανή παράδοση συμπεραίνεται ότι ιδρύθηκε γύρω στα 1600. Πριν τα 1695 τ’ ασκέρια του Λυμπεράκη Γερακάρη προσπάθησαν να κάψουν το Μοναστήρι. Το γλύτωσαν από τελειωτική καταστροφή μπουλούκι του αρματολού Μικρού Χορμόπουλου με καπετάνιο το Λίσκο και ο ηγούμενος Δαμασκηνός, ο «λογάδας», λόγιος και «φιλόσοφος» που χτύπησαν τους Τούρκους. Ως προς την πυρπόληση και το γλύτωμα η παράδοση είναι σαφής και οι διηγούμενοι δεν δέχονταν καμιά αντιλογία. Για λίγα χρόνια – αρχές του 18ου αι. – το Μοναστήρι σχεδόν ρήμωσε, εγκαταλείφθηκε εξ αιτίας κάποιου θανατικού, επιδημίας. Το 1738 ηγουμενεύει άλλος ιερομόναχος Δαμασκηνός, ο «ανακαινιστής», από την Άρτα. Ο Δαμασκηνός αυτός με έξοδα των «κτητόρων» Γεωργίου, συζύγου του Αφέντως και γιου των Δημητρίου Προσκυνητών ανακαίνισε το Μοναστήρι στην περίοδο 1745 ως το 1758. Τα βεβαιώνουν η «κτητορική επιγραφή» που είναι στο εσωτερικό του ναού πάνω από την μοναδική πόρτα καθώς και άλλες σωζόμενες επιγραφές σε τοιχογραφίες ή πλάκες.

«Εί μεν φίλος πέφυκας είσελθε χαίρων.
Εί δε εχθρός και βάσκανος και γέμων δόλου
πόρρω πόρρω πέφευγε της πύλης ταύτης.
Έτος ΑΨΝΗ Αύγουστος 15».




ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙΑ

Από τον Αϊ-Γιώργη και το Παλιοκλήσι σώζονται μονάχα λίγα ερείπια. Από τον Αϊ-Βλάση και τον Αϊ-Σώστη, που κατά την παράδοση ήταν εξωκλήσια, δεν διακρίνεται τίποτες. Είναι άγνωστο σε ποιον Άγιο ήταν αφιερωμένο το «Παλιοκλήσι».



ΒΡΥΣΕΣ:

Δυο είναι οι βρύσες στη Βράχα, που η «στοματική ιστορία και παράδοση» δεν μπορεί να τις χρονολογήσει και λέγει απλά : «από τα πολύ παλιά χρόνια», η βρύση στον Κάλανο και η βρύση στο Χοροστάσιο.

α). Κάλανου Βρύση: βρισκόταν 200μ. περίπου βόρεια του Κάτω Μαχαλά, πάνω στον γκαλντεριμωμένο ημιονικό. Ήταν λιθόχτιστη, σε μονόφατσο αναλημματικό τοίχο (πεζούλι), με αρκετό πιόσιμο και αρδευτικό νερό. Ο τοίχος από άσπρες πέτρες ήταν λεξευτοπελεκητός, με δυο όμορφες μεγάλες κούπες από ασπρολίθι. Ο τοίχος- βρύση είχε κατακαθίσει. Η βρύση αυτή, του Κάλανου δε σώζεται σήμερα.
β). Βρύση στο Χοροστάσι: βρίσκεται στο κέντρο του Μεγάλου Μαχαλά και από αυτή υδρεύονται οι περισσότεροι της συνοικίας. Είναι λιθόχτιστη, σε σχήμα κεφαλαίου γάμα, με καθίσματα και ακουμπήστρες χτιστές. Η εσωτερική φάτσα του τοίχου είναι λαξευτοπελεκητή. Είχε δύο κούπες, που αντικαταστάθηκαν με σιδεροσωλήνες με το μερεμέτισμα της βρύσης στη «χρυσή εποχή». Η βρύση του Χοροστάσιου και η βρύση του Κάλανου ίσως να είναι ανακαινιστικά έργα του ξακουστού βραχηνού λιθογλύφου Θεοδόσιου, που έζησε γύρω στα 1740-1810.
γ). Βρύση στου Βορ. : μια βρύση τοίχος, κούπα, πέτρες για τρίψιμο και κοπάνισμα ρούχων, βρέθηκε γύρω στα 1940 στου Βόρ, δυτικά από τα Ντζιωραίϊκα σπίτια, στα γιούρτια, που λέγονται «στου Σαμαρά». Ήταν χωμένη σε βάθος 1,20 ως 1,50μ. Δεν έτρεχε νερό, που κάποτε φαίνεται κόπηκε, γιατί χάλασε ο αγωγός. Τα πολλά θραύσματα κεραμιδιών που βρίσκονται στα γύρω χωράφια δείχνουν ότι κάποτε εκεί ήταν οικήματα. Η «στοματική ιστορία» δεν αναφέρει τίποτα για τη βρύση αυτή και οικισμό.






«Στη βρύση παραφύλαγα μ’ έν’ αργυρό φεγγάρι,
για να περάσει η αγάπη μου να με καλησπερίσει…» .




Βρύσες του χωριού...
Στο χωριό μας υπάρχουν πολλές βρύσες. Εντός του χωριού υπάρχουν 10 βρύσες και εκτός του χωριού υπάρχουν 41 βρύσες και 15 πηγές.

Βρύσες εντός χωριού:
1. Κακερόβρυση 2. Χοροστάσιο 3. Τσιριγκαίϊκα 4. Γυφτόβρυση 5. Κατούρου 6. Δροσίνα 7. Μτσιάρα 8. Χρυσικού
9. Παπαδόβρυση(Παναγία) 10. Πέρα Βρύσες.

Βρύσες εκτός χωριού:
1. Σκαβδούλια:βρύση Σκαβδούλια 2. Καλόγερος: βρύσες Αϊ-Λιάς και Κρύα Βρύση 3. Καμίνια: βρύση Βρομόβρυση 4. Ντούσικου:βρύση Μοτάς-Ζαρκαδιά και βρύση αγνώστου ονόματος 5. Μελίσι: βρύση Καλίνη 6. Μιχέϊκα: βρύση Μιχέϊκα 7. Κουτσελόβρυση: βρύση Κουτσελόβρυση 8. Αμπαράκι: βρύση Αμπαράκι 9. Κλεφτόβρυση: βρύση Κλεφτόβρυση 10. Σταυρός: βρύση Σταυρός και βρύση Κατσιπόδου-Μαντούζα 11. Κερασιά: βρύση Γούρνες και Βρύση Μεράντζα 12. Αλμπέσια: βρύση Ντζιρογιάννη 13. Κουτρούλη: βρύση Κουτρούλη 14. Μουρτάρια: βρύση Κουδούνα 15. Κούρα: βρύση Κούρα 16. Αρκουδόβρυση:βρύση Αρκουδόβρυση και βρύση Ραμάκος 17. Κυριάκια: βρύση Κυριάκια 18. Παρούτσια: βρύση Παρούτσια 19. Αγία Παρασκέυή: βρύση Αγία Παρασκευή 20. Κάλανος: βρύση Κάλανος 21. Νίστικο: βρύση Νίτσικο 22. Ασπρολίθι: βρύση Ασπρολίθι 23. Βαϊνάδες: βρύση Τουμπρούκη 24. Ψιλίνα: βρύση Αμπέλι 25. Μοναστήρι: βρύση Βουλομένη 26. Κρανιά: βρύση Κρανιά 27. Στάντια: βρύση Στάντια 28. Αϊ-Σώστης: βρύση Αϊ-Σώστης και βρύση Μαγκαίϊκα- Σερεμέτη 29. Σταμούλια: βρύση Σκλήθρο 30. Καρβέλη: βρύση Καρβέλη 31. Βαραχιά: βρύση Βαραχιά 32. Διακουμή: βρύση Διακουμή 33. Κορομηλιά: βρύση Κορομηλιά 34. Πλάτανος: βρύση Πλάτανος 35. Πλατανιά: βρύση Τσουτσκονίκου.

Πηγές εκτός χωριού:
1. Γλουπάρι: πηγή Γλουπάρι 2. Ντιβανούς: πηγή Ντιβανούς 3. Κότσιτα: πηγή Τσούτσικα και πηγή Μαλέϊκα 4. Μπζιάνου-Τσατσούλα: πηγή Μαγκιά
5. Γάβραινα: πηγή Γάβραινα και πηγή Πουριά 6. Γαβρομέραντζο: πηγή Πηγαδάκι 7. Στεφανίδια: πηγή Χούπα 8. Έλιμπος: πηγή Έλιμπος
9. Αρκουδόβρυση: πηγή Όβριους 10.Νίστικο:πηγή Νίστικο 11. Ψιλίνα: πηγή Κεραμίδι 12. Κφόδεντρα: πηγή Κφόδεντρα 13.Σωτήρια: πηγή Σωτήρια. 14.Μπαρτονέρι: ιαματική πηγή.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΕΣ ΒΡΥΣΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ:



«Στην Παναγία»









«Σκλήθρο»



«Κουτσελόβρυση»










«στα Αλώνια»




«στο Χοροστάσι»









«Σκαβδούλια»




« Μιχέϊκα»







«Κουτρούλης»



«Σταυρός »


«Καλόγερος – Αϊ-Λιάς»





ΠΑΛΙΟΜΥΛΟΣ:
Άλλο μικρότερο τοπωνύμιο της Φονίσκας αμέσως δυτικά από τα παραπάνω Πολυμεραίϊκα χωράφια, όπου είναι τα Γιωργακοπουλαίϊκα χορτολίβαδα. Τα δύο κτήματα τα χωρίζει ο ημιονικός προς το τωρινό κοιμητήρι. Ίσως να πρόκειται για ζωοκίνητο μύλο, αλογόμυλο. Οι ολόσωμες μυλόπετρές του, από ντόπιο λιθάρι και λίγο μικρότερες από τις συνηθισμένες, βρέθηκαν στα χαντάκια της Φονίσκας το 1930, τις είχε ξεχώσει το νερό. Η εποχή του μύλου ανάγεται στα χρόνια της Βράχας «των εφτά μαχαλάδων», δηλαδή πριν το 1700.


ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ ΚΟΥΡΑΣ:
Η «Κούρα» είναι τοποθεσία και αρδευτική νερομάνα περί τα τριακόσια μέτρα έξω και νοτιοδυτικά του Μεγ. Μαχαλά. Στο χέρσο τρίστρατο, λίγο νοτιοδυτικότερα από τη «Βρύση της Κούρας», βρέθηκε το 1960/61 σε βάθος 0,60 – 0, 80 μ. υδραγωγείο που κατευθυνόταν προς τα ερείπια της άλλοτε συνοικίας τ’ Αι- Γιώργη. Η τεχνική και η κατασκευή του υδραγωγείου ήταν εξαιρετική. Πρώτα είχαν χτίσει τις παρειές και τη βάση του χαντακιού (τάφρος) με πέτρες και καθαρή γλίνα (αργιλόχωμα). Ύστερα είχαν επενδύσει την τοιχοποιία με λείες ορθογωνισμένες πλάκες συγκολλημένες με κηρέτσι. Εσωτερικότερα ήταν εγκιβωτισμένος ο κύριος αγωγός, τετραγωνικής διατομής, από λείες χοντρές ειδικές κεραμιδόπλακες, συγκολλημένες με πορσελάνη. Με επιμονή και με τη μύτη του κασμά διαλύθηκαν τα στοιχεία της κατασκευής.






ΦΟΥΡΝΟΣ:
Στη δυτική παρυφή της συνοικίας του Αϊ- Γιώργη (ερείπια), στη νότια καμπή του αμαξόδρομου, βρέθηκε κατά τη βελτίωση της οδού το 1967/68 μεγάλος λιθόχτιστος οικογενειακός φούρνος. Ο θόλος και η βάση του φούρνου ήταν από κεραμιδόσφηνες. Οι γνωστοί μας πρόγονοι, οι από το 1750, καθώς και τα γύρω χωριά, δε συνήθιζαν τους φούρνους, αλλά χρησιμοποιούσαν για το ψήσιμο ψωμιού και φαγητών τη σιδερένια (λαμαρίνα) γάστρα ή σιάτσι. Φούρνο χρησιμοποιούσε ανέκαθεν το Μοναστήρι. Μετά το 1950 μερικοί βραχηνοί άρχισαν να χτίζουν και χρησιμοποιούν φούρνους, αν και μετά το 1965 πολλοί προμηθεύονται ψωμί από τα μπακάλικα, που το φέρνουν από τους εμπορικούς φούρνους της Φθιώτιδας.







ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ
Η παράδοση αναφέρει δυο κοιμητήρια άγνωστης εποχής, ένα χαμηλότερα από τον Αϊ-Γιώργη κι ένα στον Αϊ-Βλάση. Τον 18ο και στις αρχές 19οαι. το νεκροταφείο ήταν στο δυτικό μέρος της πλατείας τ’ Αϊ-Νικόλα. Μεταφέρθηκε αργότερα στο γιούρτι ανατολικά και λίγο χαμηλότερα από το ναό και διατηρήθηκε εκεί μέχρι το 1917. Στην πρώτη θέση (Αϊ-Νικόλα) βρέθηκε κατά την ισοπέδωση γύρω στα 1955 μια μικρή λιθανάγλυφη πλάκα με σταυρό και διακοσμήσεις και κατεργασία εξαιρετική. Επισήμανε κάποτε τον τάφο κάποιου « Ν ι κ ό λ α» που πέθανε το 1835. Ατυχώς το 1973 οι μαστόροι που έφτιαχναν το δρόμο για τον Αϊ-Νικόλα αντί να την εντοιχίσουν, κατά «λάθος» την έσπασαν και την έβαλαν παραγέμισμα του τοίχου, αν και τους υποδείχτηκε και τους συστήθηκε η προσοχή. Ήταν πολύ όμορφη εργασία λαϊκής τέχνης. Το 1917 το κοιμητήρι μεταφέρθηκε – σύμφωνα με το νόμο – έξω από το χωριό, στη σημερινή θέση του «Φονίσκα» νότια του Μεγ. Μαχαλά. Περιφράχτηκε και φροντίστηκε με το πρόγραμμα «Πρόνοια-Εργασία» και με δωρεά Βραχηνής γύρω στα 1955. Μέχρι τότες – γύρω στα σαράντα χρόνια – ήταν γαϊδουρόλακκα και περίγελο των περαστικών Ελλήνων και ξένων.






ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ

Τους κύριους δρόμους της κοινοτικής περιφέρειας τους στοιχίζουν διάφορα εικονίσματα λιθόχτιστα ή μεταλλικά. Τα έχτισαν ή τα έστησαν κατά καιρούς διάφοροι χωριανοί σαν «τάμα» και για ανάμνηση κάποιου προσωπικού ή οικογενειακού συμβάντος, υπόθεσης κ.τ.τ. Μερικά σκεπαστά, σε σχήμα κεφαλαίου πι(Π) ή γάμα(Γ), μπορεί να χρησιμέψουν σαν καταφύγια για τους διαβάτες και τους ξωμάχους κ.α. σε περίπτωση κακοκαιρίας. Τα εικονίσματα στη Βράχα τα λένε και προσκυνητάρια π.Χ. το «κόνισμα τ’Αϊ-Λιά», το «προσκυνητάρι τ’Αϊ-Βλάση»κ.λ.π.



Ο ΠΛΑΤΑΝΟΣ ΣΤΟ ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ

Ο Πλάτανος της Βράχας είναι από τα σπάνια φυσικά μνημεία της περιοχής. Οι ειδικοί τον βγάζουν γέροντα ηλικίας 350 ως 400 χρόνων, δηλαδή ότι «γεννήθηκε» πριν το 1600. Η περίμετρος του κουφαλιασμένου πια κορμιού του είναι γύρω στα 7,20-7,50μ. Σήμερα έχει ύψος πάνω από 20μ. Ο κύριος πανωκορμός του, που του έδινε ύψος πάνω από 30μ., τσακίστηκε δω και χρόνια. Τα κλωνάρια του- δέντρα ολόκληρα – έχουν μήκος ως 15μ. και πάχος γύρω στους 60 πόντους. Είχε χοντρότερους και μακρύτερους κλώνους, αλλά τους σακάτεψαν τα χιόνια, οι παγωνιές, οι θύελλες και οι καταιγίδες. Καμιά δωδεκαριά γενιές, δηλαδή πάνω από πέντε χιλιάδες βραχηνοί, ξεκουράστηκαν στον ίσκιο του και ήπιαν το κρουσταλλένιο νερό της βρύση του.
Ο Πλάτανος
Ο πλάτανος μεσ’ στη
μέση από τη Βράχα
γέρασε ο φτωχός.
Στέκει εκεί πρωί και βράδυ
βράδυ μοναχός.
Έχασε μεγάλους κλώνους
είδε κι έπαθε πολλά,
ζει τριακόσια πλέον χρόνια
τετρακόσια στρογγυλά.
Άκουσε τα καριοφίλια,
είδε κλεφταρματολούς,
πέρασε πολέμους, μπόρες,
καταιγίδες κεραυνούς.
Κι αγναντεύει πέρα ως πέρα
γύρω, στα βουνά,
Μάρτσα, Κόμπολο και Τούρλα,
Άι-Λιά και το Βαλβά.
Μα βαστάει σαν παλικάρι
όσο κι αν γερνά
κι αγναντεύει πέρα ως πέρα
πέρα στα βουνά.
Ήπιε πίκρες και φαρμάκια
χάρηκε πολλές τιμές.
Είδε αίματα και πάθια,
είδε μίση και ντροπές.











«Με τις ριζούλες στο νερό
με τη δροσιά στα φύλλα,
τι έχει ο καημένος
κι στέκει μαραμένος(;)».









[Όλα τα παραπάνω κείμενα- αποσπάσματα είναι από το Βιβλίο: («Η ΒΡΑΧΑ» Υστεροβυζαντινό χωριό των Αγράφων), του Β.Ν.ΜΑΝΤΟΥΖΑ]