Ήθη  και Έθιμα...


ΓΕΝΙΚΑ
Τα σωματικά και ψυχικά χαρακτηριστικά των Βραχηνών, τα ήθη και έθιμά τους είναι γενικά τα ίδια με των άλλων ορεσιβίων Ελλήνων, που για εκατονταετίες έζησαν στα βουνά της Ηπείρου, της Ρούμελης και του κεντρικού Μοριά. Χρησιμοποιούν ελάχιστα ξένες ιδιωματικές λέξεις (φράσεις) στη συνομιλία τους. Οι Βραχηνοί έχουν ιδιαίτερο τύπο. Επίσης ήταν ανέκαθεν μικροαγροτοκτηνοτρόφοι, συντηρητικοί, παραδοσιακοί, δεμένοι με τον τόπο τους – άτολμοι στις όχι σίγουρες δραστηριότητες και επιχειρηματικότητες. Παρακάτω αναφέρονται μερικά λαογραφικά στοιχεία καθαρά βραχηνά ή που στη Βράχα είχαν κάποιο ιδιαίτερο χρώμα.



ΚΑΛΩΣ ΌΡΙΣΕ ΤΟ ΠΕΣΚΕΣΙ (χτίσιμο σπιτιού)
Οι περισσότεροι χωριανοί θεωρούσαν σαν υποχρέωση τους να συνδράμουν το νοικοκύρη κουβαλώντας από το δάσος τα πάτερα, μεταφέροντας με το ζώο τους μερικά φορτία πέτρες κ.α. για το χτίσιμο του καινούριου σπιτιού. Σαν τελείωνε το χτίσιμο και οι μαστόροι κάρφωναν τη στέγη, οι συγγενείς, γειτόνοι και φίλοι του νοικοκύρη έστελναν στους μαστόρους δώρο, συνήθως ένα μαντίλι του χεριού ή του κεφαλιού. Σε κάθε άκρη του «καβαλάρη» οι μαστόροι κάρφωναν προσωρινά και όρθια ένα πάσσαλο, έδεναν και τέντωναν στους πασσάλους ένα σχοινί. Έτσι ήταν έτοιμοι να «χουϊάξουν» (φωνάξουν) τα «μαντίλια». Μόλις έφτανε το δώρο το έπαιρνε ο «χουγιάχτης», ανέβαινε στον καβαλάρη και έδενε το μαντίλι στο σχοινί φωνάζοντας με τη στεντόρεια φωνή του, ώστε να τ’ ακούσει όλο το χωριό: « Καλώωω…..ς!! όρσεεε…!! Το πεσκέσ’ του κυρίουουουου…..!! Χρόνια πολλά να ζήσει…!! Να χαίρεται τη φαμιλιά τ’….! Καλά δεξίματα από τον …..!(για ξενιτεμένο συγγενή του δωρητή). Και άλλες ανάλογες ευχές όπως: (Ας ειν’ καλά π’ αγαπά τον αφέντη μααα..ς!! Ευχαριστούμε το δώρο του )!!». Την ίδια ώρα οι άλλοι μαστόροι χτύπαγαν και κάρφωναν τις βελόνες στις σανίδες, ή απλά ξεροχτύπαγαν σανίδια, δοκάρια, μαχιάδες (αντηρίδες) και γινόταν σωστό πανδαιμόνιο.






ΤΑ ΣΙΓΚΝΑ – ΥΨΩΜΑ ΔΕΝΤΡΩΝ
Όταν, τη Δευτέρα της Λαμπρής, γινόταν πανηγυρική λειτουργία στο ναό του Μοναστηριού, οι χωριανοί πολύ πρωί έπαιρναν απ’ τον Αϊ-Νικόλα τα εξαπτέρυγα και τις ιερές εικόνες (τέμπλου) και με πομπή με επικεφαλής τον εφημέριο πήγαιναν στο Μοναστήρι ψάλλοντας στο δρόμο διάφορους εκκλησιαστικούς αναστάσιμους ύμνους. Τις εικόνες τις βάσταζαν όσοι το είχαν «τάμα», αφού πρώτα «έταζαν» - πλειοδοτικά κάποτε – κάτι για την εκκλησία (χρήματα, αρνοκάτσικα κ.α.). Το απογευματάκι επέστρεφαν πάλι με πομπή ψάλλοντας και κάνοντας περιφορά των εικόνων (σίγκνα) γύρω από το χωριό. Σταματούσαν σε διάφορα σημεία, όπου «ύψωναν» με μικρό αγιασμό σημαδιακά δέντρα. Άνοιγαν μικρή τρύπα στο κορμί του δέντρου, έβαζαν μέσα λίγο αγιασμένο πρόσφορο (ύψωμα) και τη βούλωναν με κερί. Από τότε το δέντρο θεωριόταν «υψωμένο», ιερό και απαραβίαστο.





ΣΗΚΩΜΑ ΕΙΚΟΝΑΣ




Όταν πανηγυριζόταν ο επώνυμος άγιος των ναών της Βράχας (Αϊ- Νικόλας, Αϊ- Δημήτρης,
Αϊ-Σωτήρα, Αϊ-Λιά, Αγία Παρασκευή, Παναγία…), ύστερα από τη θεία λειτουργία διαβαζόταν (σηκωνόταν) το ύψωμα του αγίου της εκκλησίας στο προαύλιο της. Την εικόνα του αγίου τη βαστούσε όποιος ή όποια το είχαν «τάμα» (προσέφερναν και κάτι).





«Καλοκαίρι στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής στη Βράχα»



ΡΑΝΤΙΣΜΑ ΕΟΡΤΑΖΟΝΤΩΝ
Στις μεγάλες γιορτές και κατά τη θεία λειτουργία ένας επίτροπος ράντιζε με μυρωμένο νερό τους εκκλησιαζομένους που γιόρταζαν την ονομαστική τους εορτή. Για το ράντισμα χρησιμοποιούσε βασιλικό ή ειδικό ψεκαστήρι. Ο δισκοφόρος συνακολουθούσε.





ΣΤΟΛΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ
Κάθε Μεγάλη Πέμπτη-Παρασκευή οι κοπέλες του χωριού με χίλια μύρια τόσα λουλούδια, που αφθονούν και σπάταλα προβάλλουν την άνοιξη στους κήπους, περιβόλια, εξοχές, ποταμιές, ρεματιές, πλαγιές και κορυφές της Βράχας, στόλιζαν (και στολίζουν) τον Επιτάφιο του Αϊ-Νικόλα. Αξέχαστο θα μείνει το στόλισμα του Επιταφίου από χρυσοχέρες Βραχηνές το 1925. Εκείνο
δεν ήταν στόλισμα, ήταν αριστοτέχνημα, αξεπέραστο καλλιτέχνημα, τέτοιο που τόσο ενθουσιάστηκαν οι «επίτροποι» του ναού – απλοί άνθρωποι του χωριού – ώστε έδωσαν και ρεγάλο στις στολίστρες. Ο επιτάφιος εκείνος άφησε εποχή και διατηρήθηκε σχεδόν μήνα και τον θαύμασαν ακόμα κοντοχωριανοί από τα γύρω. Στολίστρες ήταν σχεδόν όλες οι Βραχηνές που είχαν ηλικία γύρω στα 10 έως 25 χρόνια. Την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής οι μητέρες περνούν σταυρωτά τα τέκνα τους (μωρά, νήπια), κάτω από τον επιτάφιο. Οι μαγκλαράδες περνούσαν μόνοι τους χωρίς βοήθεια και υπόδειξη της μάνας.





ΦΑΝΟΣ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ



Κατά την Μεγάλη Εβδομάδα τα παιδιά ετοίμαζαν το «φανό». Ήταν η μεγάλη τους χαρά και η διασκεδαστικότερη απασχόληση τους στις ημέρες αυτές. Ο «Φανός της Λαμπρής» ήταν μια μεγάλη θημωνιά από ελατόκλαδα και κέδρα στην αυλή της εκκλησίας. Στην κορυφή του στύλου της θημωνιάς έδεναν ένα σκιάχτρο, τον Ιούδα. Το Φανό τον έκαιγαν κατά την Πρώτη Ανάσταση, όταν ο παπάς έψελνε το πρώτο «Χριστός Ανέστη» και έπεφταν και οι χαρμόσυνες κουμπουριές.






ΣΥΧΑΡΙΑΤΕΣ ΣΤΟ ΓΑΜΟ
Αν η νύφη ήταν ξενοχωρίτισσα προαποστέλνονταν «συχαριάτες». Δηλαδή, όταν η έφιππη γαμήλια πομπή – το συμπεθερικό – έφτανε ένα- δύο χιλιόμετρα έξω από το χωριό της νύφης, δύο- τρεις στενοί φίλοι του γαμπρού (μπράτιμοι) ξέκοβαν από τη φάλαγγα και κάλπαζαν στο σπίτι της νύφης. Εκεί αντάλλαζαν «κόφα» γεμάτη κρασί στολισμένη με διάφορα λουλούδια και γαμήλια κουλούρα. Στο σπίτι της νύφης τους υποδέχονταν με χαρμόσυνες τουφεκιές και την αντιφώνηση: « Κοπιάστε! Καλώς δεχούμενοι»:στην ερώτηση «Ειμαστε δεχτοί (ή στρεχτοί) ? Μην και κάναμε λάθος πόρτα?» Οι συχαριάτες επέστρεφαν καλπάζοντας , συναντούσαν το πορευόμενο συμπεθερικό και ανάγγελλαν: «Είμαστε καλώς δεχούμενοι». Η εθιμική αυτή διαδικασία είχε και το πρακτικό σκοπό της ήταν απόδειξη ότι από μεριά της νύφης «δεν τα χαλάσανε», δεν ακύρωσαν τον αρραβώνα.





ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΣΤΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Κατά το βράδυ της Κυριακής της Τυρινής οι στενοί συγγενείς κουβαλώντας τα φαγητά τους και τα κρασιά τους μαζεύονταν στο σπίτι του γεροντότερου της γενιάς: παππού, πατέρα, πρωτοθειού, αδερφού, πρωτοξάδερφου κ.τ.τ. Εκει τρωγόπιναν, γλένταγαν, χόρευαν ως το πρωί. Όλα τα φαγητά έπρεπε να καταναλωθούν, γιατί από το πρωί της Καθαρής Δευτέρας στηνόταν μόνιμα στην παραστιά ο μαυροτσούκαλος, άρχιζε ή Μεγάλη Σαρακοστή που τη φύλαγαν με ευλάβεια και αυστηρότητα μικροί, μεγάλοι. Τα γλέντι το άρχιζε ο γενάρχης με τραγούδια της «τάβλας»: « Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερτιλήδες», «εδώ σε τούτο το σοφρά σε τούτο το τραπέζι…», «χαριτωμένη συντροφιά μου λέει να τραγουδήσω…». Ο ίδιος άρχιζε και το χορό με τα τραγούδια: «Παιδιά μ’ σαν θέλετε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε», «κάτω στον κάμπο τον πλατύ, τα πράσινα λιβάδια, Τούρκα δέρνει τη σκλάβα της…». Και η γενάρχισσα έμπαινε στο χορό με το τραγούδι « φόντας ήμαστε, μωρέ γέροντα, παιδιά, καθόμαστε στα έλατα…». Κατά την διάρκεια του γλεντιού οι άντρες με κουμπουριές και τουφεκιές χαιρετούσαν άλλους συγχωριανούς συγγενείς και φίλους. Έβγαιναν εκ περιτροπής σε παράθυρο ή εξώστη και φώναζαν στεντόρεια: «Εεεε…(τάδε)». Εκείνος απαντούσε – άκουγε ή κάποιος γείτονας τον ειδοποιούσε: « Ναι…ωρέ…(δείνα), σ’ άκουσα». «Καλή σαρακοστή ωρέε….καλή Λαμπρή να μας εύρει ούλουου…ς». Και οι ευχες επιβεβαιώνονταν και από τα δύο μέρη με τουφεκιές στο αέρα. Η εβδομάδα της Τυρινής, ιδιαίτερα η Κυριακή, ήταν εποχή που κατά συνήθεια οι γεροντότεροι ζήταγαν συγχώρεση από τα παιδιά και εγγόνια τους και άλλους χωριανούς που τους έβλαψαν, αντάλλαξαν πικρά λόγια κ.τ.τ. Από νωρίς την Καθαρή Δευτέρα οι γυναίκες κάθε σπιτιού άρχιζαν να τρίβουν με στάχτη και να πλένουν με ζεματιστό νερό και σαπούνι όλα τα μαγειρικά σκεύη. Έπρεπε να γίνουν λαμπίκο και κατακάθαρα από κάθε ίχνος αρτυμένου.





ΜΑΣΚΑΡΑΔΕΣ
Σε χρόνια χαράς, αμεριμνησίας και ευτυχίας οι χωριανοί κατά τις Αποκριές και ιδιαίτερα την Κυριακή της Τυρινής μασκαρεύοταν και παρέες παρέες μεταμφιεσμένων επισκέπτονταν τους συγχωριανούς, έκαναν αστεία, έστηναν χορούς στο Χοροστάσιο, στις πλατείες, στ’ αλώνια, στις ρούγες στα τρίστρατα κ.α. Παρίσταναν το γάμο και το συμπεθερικό, με νταούλια και βιολιά, με εξέχοντα πρόσωπα τη νύφη και το γαμπρό, τον παπά, το γιατρό και το σπετσιέρη, το δάσκαλο και τον αναγνώστη, τον αστυνόμο, τον αγά, το Βελή-Γκέκα που επιβουλευόταν τη νύφη, τους σωματοφύλακες της νύφης και γαμπρού, τη μαμή και τη χαλασομαϊστρα κ.α. Περιζήτητοι στις παρέες μεταμφιεσμένων ήταν οι κωμικοί του χωριού, που ήταν ελάχιστοι και που έκαναν με τα καμώματα και τερτίπια τους μικρούς και μεγάλους να λύνονται στα γέλια. Στη μεταμφίεση κυριαρχούσε η φουστανέλα και η τοπική γυναικεία ενδυμασία με προσωπίδα (μάσκα ή μαντίλι) ή χωρίς προσωπίδα. Τα ειδικά πρόσωπα: παπάς, γιατρός, σπετσιέρης, δάσκαλος κ.α. φορούσαν τη συνήθη στην εποχή ενδυμασία του επαγγέλματος (ράσα, ευρωπαϊκά, στρατιωτικά…).Τελευταία, πριν το 1940, είχαν μεταφυτευτεί από σπουδαστές,η γκαμήλα και το γαϊτανάκι.

« Βραχηνοί Μασκαράδες έτος 1980»






ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Την Κ α θ α ρ ή Δ ε υ τ έ ρ α το μασκάρεμα, γλέντια και πανηγύρια ήταν διονυσιακά με Σειληνούς, Βάκχους και Σάτυρους, με άφθονο κρασοπότι, (η Βράχα είχε αρκετά και πολύ καλά κρασιά από τα τοπικά αμπέλια), με έξαλλους και ασυνάρτητους αυτοσχέδιους χορούς, πηδήματα, κυνηγητά, κυλίσματα στο χώμα ή στο χιόνι. Με ταμπούρλα, νταούλια, ντενεκέδες, φλογέρες, τσοκάνια και κυπροκούδουνα στο λαιμό, πόλεμο με σταχτοφούσκια. Με γαϊδουροκαβαλαρίες, ψευτομάχες, ψευτοκυνηγητά. Η μεταμφίεση ήταν ό,τι το απίθανο, εξωτικό, δαιμονικό, παλιατσοκουρελαρία. Καρβουνιασμένα, με πίσσα μαύρη στα πρόσωπα και στα χέρια. Ντύσιμο με προβιές, γιδοτόμαρα, γαϊδαροκεφαλές, κέρατα, ουρές, καζάνια και κακάβια στο κεφάλι. Παρίσταναν ζώα και άτομα δυσειδή, απαίσια στην όψη, δύσμορφα, ασχημομούρικα, παρασάνταλα, με σωματικά, πνευματικά και ηθικά ελαττώματα, που με την εμφάνισή τους, πράξεις και καμώματα τους, με τα χοντρά τους αστεία προκαλούσαν ακράτητα γέλια, φόβο και τρόμο στη μαρίδα και παιδομάζωξες. Το μασκάρεμα της Καθαρής Δευτέρας ήταν διακωμώδηση της μέχρι χτες ζωής και κάπου κάπου των δυνατών της περιοχής. Οι ταπεινοί, αδύνατοι, καταφρονημένοι, οι αδικημένοι από τη φύση γλεντούσαν, ξέχναγαν και έβγαζαν και το άχτι τους.






ΑΡΜΥΡΟΚΛΟΥΡΑ
Πολλές κοπελιές γιόρταζαν την Καθαρή Δευτέρα με απόλυτη νηστεία. Το βράδυ μαζεύονταν στο σπίτι κάποιας από την παρέα τους, έφτιαχναν αρμυρόκλουρα (1 κιλό αλεύρι 0,250 κιλού αλάτι) και την έψηναν στη χόβολη. Μετά το ψήσιμο την μοίραζαν μεταξύ τους και την έτρωγαν μέχρι ψίχουλο. Έπεφταν να κοιμηθούν, αφού πρώτα έχυναν και την τελευταία γουλιά νερού που υπήρχε στα σκεύη του σπιτιού, ώστε να μη βρίσκεται πουθενά νερό στο σπίτι. Όποιο παλικάρι θα ονειρευόταν στον ύπνο της η κάθε μια τους, αυτό και θα παντρευόταν. Βέβαια ύπνος δεν ερχόταν, μάτι δεν έκλεινε καμιά. Σωστό μαρτύριο του Ταντάλου. Ονειρεύονταν βρύσες, γάργαρες πηγές, κρυστάλλινα νερά σε λαγκάδια και ποτάμια, λίμνες σαν καθρέφτης, βροχές, χιόνια και καμιά φορά και κάποιο παλικάρι να προσφέρνει κανάτες, μαστραπάδες, βαρέλες με δροσερό νερό. Είναι άγνωστο αν καμιά ή κάποια παντρευόταν αργότερα τον υδροφόρο του ονείρου της. Εκείνο όμως που είναι βέβαιο και ομολογημένο από πολλές τους, είναι ότι το πρωί της Τρίτης, νύχτα νύχτα και με το λάλημα του κόκορα, έτρεχαν στη βρύση της γειτονιάς και τη στέρφευαν πίνοντας. Παρ’ όλα αυτά το βασανιστικό και μαρτυρικό έθιμο συνεχιζόταν από πολύ παλιά μέχρι την περασμένη γενιά, όχι βέβαια από πολλές, αλλά τις τολμηρότερες κοπελιές.






ΜΑΞΟΥΛΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ



Κατά τα παλιά χρόνια οι κτηνοτρόφοι δεν κρατούσαν το μαξούλι (εσοδεία) της ημέρας της Ανάληψης. Το μοίραζαν στους χωριανούς στην εκκλησία ή γυρίζοντας το χωριό από σπίτι σε σπίτι. Πίστευαν ότι έτσι η «Ανάληψη δεν θα’ παιρνε την προκοπή των κοπαδιών τους».






«Κοπάδι κατσικιών κάποιου κτηνοτρόφου στη Βράχα»






ΣΥΝΕΒΓΑΛΜΑ
Τις παρέες που ξενιτεύονταν για την Αμερική τις « συνέβγαζε» όλο το χωριό. Ο γενικός αποχαιρετισμός γινόταν στ’ Αλώνια, όπου άρχιζαν αποχαιρετιστήριες τουφεκιές μέχρις ότου οι ταξιδιώτες περάσουν τα όρια τις Βράχας ή χαθούν από τα μάτια. Το ίδιο γινόταν με τους στρατευμένους ή αυτούς που παλιότερα ταξίδευαν στην Πόλη και σε θέσεις αποχαιρετισμού ανάλογα με το δρομολόγιο.





ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ
Φεύγοντας για τα χειμαδιά οι κτηνοτρόφοι, γύρω στις 26 Οκτωβρίου, αρμάτωναν τα κοπάδια τους με όλα τα κυπροτσιόκανα και τα πέρναγαν αντικριστά από το χωριό. Όταν τα κοπάδια έγερναν πίσω από τον ορίζοντα της Βράχας οι τσοπάνηδες άρχιζαν το τουφεκίδι και τις ευχες: «Καλό…χειμώνα…Χωριανοί…!». Από το χωριό συγγενείς και φίλοι αντιχαιρετούσαν με τουφεκιές και με το «καλό χειμώνα, καλή άνοιξη!». Σαν γύριζαν από τα χειμαδιά, 23 Απριλίου και άραζαν και πρόβαλλαν τα κοπάδια με όλα τους τα κουδουνοκυπροτσόκανα στις ράχες της Βράχας οι κτηνοτρόφοι άρχιζαν το χαιρετιστήριο τουφεκίδι. Από το χωριό οι συγγενείς και φίλοι αντιχαιρετούσαν πυροβολώντας και φωνάζοντας «καλώς ήρθατε, καλό καλοκαίρι». Ύστερα από τρεις-τέσσερις μέρες μεσομικροκτηνοτρόφοι αντάμωναν παρέες παρέες και κανόνιζαν τη «σμίξη» (συνεταιρισμό), για τα «σέμια» κ.α. Τα παλιότερα χρόνια οι «σμίξεις» και η λεπτομερειακή τους οργάνωση ήταν παραδοσιακές, σταθερές και μόνιμες, σαν συνήθεια, σαν έθιμο. Στα χρόνια τα παλιά επιτρεπόταν η οπλοφορία για ασφάλεια εναντίον ληστοπλιατσικατζήδων, ζωοκλεφτών, λύκων κ.α. Η ζωή στα χειμαδιά ήταν σκληρή. Οι βλαχοχωριάτες δεν έπαιρναν μαζί τους τις οικογένειες τους. Ζούσαν ζωή κουρμπετλίδικη (σαν εξορία), μαγειρεύοντας και πλένοντας μόνοι τους, ζυμώνοντας μόνοι τους κ.τ.τ.






ΧΛΙΑΡΑΣ-ΗΔΕΣ
Στους Βραχηνούς γάμους μαγείρευαν πάντοτε άντρες. Ήταν ειδικοί αρχιμάγειροι που δεν έλειπαν από κανένα γάμο. Σήμα τους διακριτικό στα μέσα και στα έξω του γάμου ήταν μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα. Απ’ αυτό μερικοί πήραν και το παρωνύμιο Χλιάρας.





ΤΑ ΒΑΓΙΑ
Οι νιόγαμπροι, αυτοί που παντρεύτηκαν στη χρονιά που πέρασε Πάσχα με ερχόμενο Πάσχα, προσέφερναν στην εκκλησία, σύμφωνα με το έθιμο, τα βάγια για την Κυριακή των Βαΐων που τα προμηθεύονταν από τα νοτιοδυτικά της Βράχας παραμεγδόβια χωριά, τις ποταμιές της Βράχας, Μέγδοβας- Μέγας-Ξυλογέφυρο. Μερικά γειτονικά χωριά είχαν φυτέψει και εγκλιματίσει από δύο-τρεις βάγιες και έτσι γλύτωναν χειμωνιάτικο ταξίδι 10-12 ωρών συρε και έλα για εφοδιασμό με δαφνόκλαρα. Το 1960 οι επίτροποι της Βράχας φύτεψαν στο Αϊ-Νικόλα δύο-τρεις βάγιες, που έπιασαν και πρόκοψαν.






ΤΑ ΦΩΤΙΚΙΑ
Όταν το βαφτιστικούδι έφτανε σε ηλικία 5-6 χρονών οι νονοί το «φωτίκωναν», του δώριζαν δηλαδή πλήρη ενδυμασία και υπόδηση και απαραίτητα μια ζώνη. Το φωτίκωμα γινόταν σε μια μεγάλη γιορτή, Πρωτοχρονιά, Φώτα, Πάσχα, Χριστούγεννα. Η ίδια η νονά άλλαζε, έντυνε και στόλιζε το βαφτιστικούδι της.







Η ΚΟΥΛΟΥΡΑ ΤΗΣ ΝΟΝΑΣ
Την Πρωτοχρονιά και το Πάσχα η νονά φιλοδωρούσε τα βαφτιστικούδια της με χάσικη πλουμιστή κουλούρα αλειμμένη με μέλι και με μεγάλο καρύδι ή κόκκινο αυγό στη μέση. Το ίδιο έκαναν και οι θείες για τα μικρά τους ανίψια, οι ενήλικες ξαδέλφες για τα μικρά ξαδερφάκια κ.α.





ΣΑΒΙΝΩΝ ΑΡΠΑΓΗ
Παλιότερα μερικοί σεβνταλισμένοι και τολμηροί κλέβαν την κοπέλα π’ αγαπούσαν, αν δεν τους την έδιναν με προξενιό. Μερικές όμως ήταν πιο έξυπνες από τους αρπαχτές τους, τους ξεγέλαγαν, ξέφευγαν κι άφηναν τους ερωτοχτυπημένους στα «κρύα του λουτρού», που δεν μπορούσε να κατασβήσει την πυρκαγιά του σεβντά τους.






ΣΤΑΥΡΩΜΑ
Άλλοι και άλλες είχαν θεραπευτικές ικανότητες με το σταύρωμα. Πάνω στον άρρωστο άνθρωπο ή ζώο έκαναν με το χέρι το σημείο του σταυρού προφέροντας ταυτόχρονα ακατάληπτα λόγια. Και ο ασθενής «υγίαινε!!».





ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ
Μικροί και μεγάλοι, νέες και νέοι, παιδιά και γέροι με ανυπομονησία και λαχτάρα περίμεναν το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, της Σωτήρος, πανηγύρια των γύρω χωριών, να πετάξουν για λίγο τα δρεπάνια και τα τσαπιά, να φάνε και να πιούν κάπως καλλίτερα, να χορέψουν, να διασκεδάσουν. Το πανηγύρι της Σωτήρως – βδομαδιάτικο στα χρόνια της σκλαβιάς – ήταν το λαμπρότερο και επισημότερο για τους βορειοτυμφρήστιους Ευρυτάνους ( τότε Αγραφιώτες):



« Χαρείτε απόψε και ταχιά, την άλλη, την παράλλη,
του χρόνου μας ξανάρχεται, τέτοια γιορτή μεγάλη.
Για την Αγιά Σωτήρα μας, στα Άγραφα καμάρι
γεμίστε τες, τις κούπες σας, ρετσίνα κεχριμπάρι.
Πιαστείτε όλοι στο χορό, γέροι για δοκιμάστε
και σεις κορτσοπαλίκαρα στο τσάμικο ξευγάστε».
(Σ.Σ. Φανταστικό)







«Πανηγύρι στο Μοναστήρι του Σωτήρος στη Βράχα.»

Στα πανηγύρια αντάμωναν με ξενοχωρίτες συγγενείς, φίλους, γνωστούς, ανανέωναν τις φιλίες και δεσμούς – «μάτια που δεν
βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται» - και μολογούσαν τα καλά και τα κακά της ζωής τους, τα «πάθια» τους. Στο πανηγύρι αντάλλαζαν πληροφορίες και γίνονταν μεσιτείες για αγοραπωλησίες ζώων, χωραφιών και άλλα πολλά. Εκεί έκλειναν συνοικέσια, γιατί το πανηγύρι ήταν πραγματικό «γαμπρονυφοπάζαρο». Η όμορφη όμως, διαφορετική από τις άλλες, ημέρα πέρναγε γρήγορα. Ο ήλιος έγερνε στου Λελούδη. Σώπαιναν τα γλέντια και βιολιά. Αποχαιρετισμοί και χειραψίες με χωριανούς και ξενοχωρίτες: «Κι από χρον’! Να ‘μαστε όλοι καλά να ξανανταμώσουμε!». Κι ο καθένας έπαιρνε το δρόμο του για τον ακατάπαυστο αγώνα της ζωής. Τα πανηγύρια δεν ικανοποιούσαν μονάχα το θρησκευτικό συναίσθημα του λαού, εκπληρούσαν κι ένα ευρύτατο κοινωνικό και εθνικό σκοπό, κρατούσαν το λαό ζωντανό.





ΓΑΜΟΙ
Άλλη ευκαιρία φαγοποτιού και διασκέδασης ήταν οι γάμοι. Κάθε οικογένεια περίμενε την ημέρα του γάμου συγγενή, φίλου, γείτονα και προετοιμαζόταν για τη συμμετοχή της στη «χαρά» με συνδρομή σφάγιο και πλούσιο «σινί». Το θεωρούσε μεγάλη του προσβολή συγγενής ή φίλος που δεν τον κάλεσαν στο γάμο: «Με περιφρόνησε γιατί είμαι φτωχός!», έλεγε με παράπονο και το θυμόταν για πολλά χρόνια.





ΔΙΠΛΟΣ ΧΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΕΤΡΑΚΑΓΚΕΛΟΣ
Τις μεγάλες γιορτές, γινόταν χορός στο Χοροστάσιο. Γέροι φουστανελοφόροι ή φλοκατοφόροι ή γνελοφόροι και γιαγιές φεσοφόρες με μακριά πλουμιστά σεγκούνια έστηναν και άρχιζαν πρώτοι το χορό με το παραδοσιακό τραγούδι του Πάσχα: «Ήρθε Λαμπριά κι η Κυριακή, ήρθε η μεγάλη μέρα, χαράς τον το Γιαννάκη!». Τον χορό αυτό τον λέγαν – αν δεν γινόταν λάθος – «απολυτό-κλειστό» ή «κλειστό-πηδηχτό». Στη συνέχεια έμπαιναν και οι νέοι στο χορό που γινόταν διπλός, τριπλός και τετρακάγκελος. Στο μέσα καγκέλι συνήθως χόρευαν άνδρες για να έχουν χώρο να πηδούν, στο έξω οι γυναίκες. Ο χορός γινόταν με τραγούδι, το πολύ ο γέρο-Γιώρας να κρατούσε το χρόνο με ντέφι ή νταούλι. Η γειτονιά πρόσφερνε μεζέδες και «τσίτσες» κρασί. Άλλες ευκαιρίες για φαγοπότι, χορό και διασκέδαση σε στενότερο κύκλο ήταν: τα ξεφλουδίσματα του καλαμποκιού, το αποχαιρετιστήριο τραπέζι ξενιτευόμενου συγγενούς ή φίλου, το τραπέζι της γιορτής το λεγόμενο και «γιορτάσιο», κ.α. Οι βίζιτες (επισκέψεις) στους γιορτάζοντες έδιναν και έπαιρναν από μικρούς και μεγάλους. Η βίζιτα δεν ήταν μονάχα κοινωνική υποχρέωση και απόδειξη αγάπης και εκτίμησης, αλλά έκρυβε και γαστρονομικά ενδιαφέροντα. Οι μεγάλοι απολάμβαναν κάνα καλό μεζέ και κρασί, οι γέροι και γριές κάνα γνήσιο καφέ. Όλοι, γέροι και γριές, μεγάλοι και παιδιά τιμούσαν με βουλιμία το γλυκό της σπιτονοικοκυράς, που τόσο σπάνια το συναντούσαν στο χωριό τις άλλες μη γιορτάσιμες ημέρες. Τα θηλυκά είχαν και τα «νυχτέρια» τους. Μαζεύονταν τις χειμωνιάτικες νύχτες σ’ ένα σπίτι της γειτονιάς, έπλεκαν, έγνεθαν, τραγούδαγαν, χόρευαν.




ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
Η ψυχαγωγία των προγόνων μας ήταν η παραδοσιακή στα ορεινά και απομονωμένα χωριά με την κλειστή τους κοινωνία. Σκληρή, δύσκολη και μονότονη ή φτωχική ζωή τους, γλυκόπικρο το ψωμί της βιοπάλης τους. Κόπος και μόχθος χρονικής. Χρειάζεται και κάποια ψυχική τόνωση, μια αλλαγή από την ρουτίνα, μια ευκαιρία κι αφορμή να το ρίξει έξω, να λησμονήσει για λίγο βάσανα και σκοτούρες, να γλεντήσει, να διασκεδάσει, να ξεσπάσει. Με διάφορα παιχνίδια και αθλοπαιδιές ψυχαγωγιόνταν μικροί μεγάλοι. Τα διάφορα μέσα για παίξιμο ήταν γενικά πρόχειρα ιδιοκατασκευάσματα με υλικά του τόπου.
Μ ε γ ά λ ο ι : Οι μεγάλοι έπαιζαν καμιά κολτσίνα στο μαγαζί ή το «παιδάκι» στο Χοροστάσιο.
Π α λ ι κ ά ρ ι α : 18-25 χρόνων έπαιζαν ή έριχναν: το λιθάρι, τα σημαδόβολα, στο σημάδι με κουμπούρι, τη γουρούνα, το παιδάκι, τη φλογέρα, την τζαμάρα, το σπάσιμο του μπαστουνιού στο χέρι, την τσιλίκα, το στήσιμο πύργων στις κορυφές.
Π α ι δ ι ά:
Τ α α γ ό ρ ι α έπαιζαν γενικά με:
Τόπι:
που το έφτιαχνα από τρίχες βοϊδιών, μετρητές σε τοίχους ή πόρτες, ζόπ τριζόπ, τρυπίτσες, σημαδόβολο, καβάλες.
Με ξύλο: τσιλίκα, γουρούνα, ξυλοπόδαρα, σβούρα, τσουγκριστάρι, δοξάρι. Τραμπάλα ζυγιστή, τραμπάλα περιστροφική. Ισορροπία μπαστουνιού, ισορροπία σε πάτερο ή κλωνάρι δέντρου. Κοντάρι, ρίξιμο σε μήκος, στόχο.
Κρότοι-ήχοι: βροντάρα, κουκουτσούρι, ξυλόσφυρα ή τσόκανος, τσαμπούνες, τρουμπέτες, ξυλοκούμπουρο.
Μουσικοί ήχοι: φλογέρες, πιπίγκια, βιολί από κορμό καλαμποκιού.
Λίθος: λιθάρι, σημαδόβολα, πετροβόλημα, λάστιχο, πετροπόλεμος, τσίφος ή φίτσιος, τριώτα, χαλικάκι, το σβούγκ.(το σβούγκ είναι μικρός, λείος, επίπεδος, λεπτός δίσκος από πέτρα ή σανίδα με δύο τρύπες ανά μία δεξιά κι αριστερά από το κέντρο).
Σιταροθημωνιές- άχυρο: κρυφτό, πήδημα, κωλοτούμπες στο άχυρο.
Χρήμα: τσημάθα ή φίτσιος, τσίγκ, κορώνα-γράμματα.
Σπάγκος: σταυρός-πριονάκι-βάρκα. Το παιχνίδι παίζεται με τα δάχτυλα.
Σχοινί: κούνια, αναρριχήσεις.
Κάλαντα: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτων, Μ. Πέμπτη-Μ. Παρασκευή.
Φωτιά: φανός της Λαμπρής, κεδροκαψίματα και πηδήματα.
Χαρτί: φαναράκια της Λαμπρής, βαρκούλες, αστράκια στο ταβάνι, χαρταετοί, προσωπίδες.
Κολοκύθι: μάσκα.
Σαπούνι: φούσκες- μπαλόνι από την κατουροσάκουλα του χριστουγεννιάτικου γουρουνιού.
Πόδια: τρέξιμο, πήδημα απλό – στις τρεις- σε ύψος, κυνηγητό, καλογέρης.
Σωματοπνευματικά, τόλμη-επιτηδειότητα: κρυφτό, κλεφτόπουλα, σκλαβάκια, τζιζ, το κριάς, τυφλόμυγα, αλογοκαβαλαρία, μουλαροκαβαλαρία, γαϊδουροκαβαλαρία, καβάλημα σε βόδια, πιάσιμο φιδιών, πιάσιμο καβουριών, πάλεμα με σκυλιά, τράγους, κριάρια. Αναρρίχηση σε κορμούς, με σχοινί. Κωλοτούμπες με τέρμα.
Χιόνι: χιονοπόλεμος, χιονάνθρωπος, γλίστρες σε πάγο, κωλοτούμπες στο χιόνι.
Θηρευτικά: πάτες-παγίδες, βρόχια, αγκίστρια, λάστιχο, καβούρια.
Νερό: κολύμπι στις γούρνες,δισκοπετροβόλημα στο νερό, ξεσφεντόνισμα.
Μεταμφίεση: μασκαράδες τις απόκριες, μούτα.
Τραγούδια-Χοροί: σαν παιχνίδι, σαν εξάσκηση.
Τ α κ ο ρ ί τ σ ι α έπαιζαν με:
Κούκλες, μωρό, χαλικάκι, τριώτα, πριονάκι. Τραγούδια και χοροί. Κάλαντα του Λαζάρου, νυχτέρια, πλέξιμο, γνέσιμο, τραγούδια, χοροί, αστεία, παραμύθια. Έπαιζαν και πολλά παιχνίδια των αγοριών.
Ν ή π ι α : διασκέδαζαν με πολλά και διαφορετικά κάθε στιγμή παιχνίδια, που σοφίζονταν από τη ζωή και το περιβάλλον.
Δωσ’της κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχινήσει: οι ατελείωτες χειμωνιάτικες νυχτιές, ιδιαίτερα στις ημέρες των Χριστουγέννων, ήταν απόλαυση για τα παιδιά. Γύρω στην παραστιά με τη θράκα ο παππούς ή η γιαγιά, ο πατέρας ή η μάνα, ο θείος ή η θεία, ή ένας παραμυθάς από τη γειτονιά διηγιόταν παραμύθια, θρύλους, ιστορίες. Ιστορίες για τους αμαρτολούς και κλέφτες, θρύλους, μύθους.





[Όλα τα παραπάνω είναι από το Βιβλίο: («Η ΒΡΑΧΑ» Υστεροβυζαντινό χωριό των Αγράφων), του Β.Ν.ΜΑΝΤΟΥΖΑ]