«Να πέταγα στα Άγραφα
Βελούχι, Κόψη, Μάρτσα,
στης Τσιούκας τα κατσάβραχα,
ν’ αγναντεύει τη Β ρ ά χ α.»
Βελούχι, Κόψη, Μάρτσα,
στης Τσιούκας τα κατσάβραχα,
ν’ αγναντεύει τη Β ρ ά χ α.»
Η Βράχα, ή «Βράχα των Αγράφων» μέχρι το 1833, είναι ένα μικρό, όμορφο χωριό της Ευρυτανίας, που πρωτοσυνοικίστηκε στα τελευταία χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αν όχι πρωτύτερα. Βρίσκεται στην ακρονότια Πίνδο, τη Βορειοανατολική Ευρυτανία, τμήμα της αρχαίας Δολοπίας. Μια μικρή κοιλάδα-λεκάνη, μέσου υψομέτρου 800μ. είναι το λίκνο της. Μια όμορφη και ευκολοπερπάτητη βουνοκορφή, σαν πέταλο, με χαριτωμένες κορούλες και τούρλες, με μαλακά, γραφικά διασελάκια και ισιωματα περιβάλλει την κοιλάδα της Βράχας ξεκινώντας από το νοτιά, την κορυφή Κόμπολος, υψόμετρο 1442μ. και καταλήγοντας- το ανοιχτό του πέταλο- βόρεια, στο ποτάμι Μέγας ή Φουρνιώτικος, υψόμετρο γύρω στα 600μ. Στο δυτικό τμήμα της κοιλάδας και στις ανατολικές πλαγιές της ράχης Λελούδη – Αϊ-Λιας με προσανατολισμό ανατολικό- βορειοανατολικό ξαπλώνει, χτισμένη αμφιθεατρικά, η Βράχα. Το μέσο υψόμετρο της είναι 880μ. Κείται 14χμ. βόρεια του Βελουχιού, υψοδείχτης 2315μ. και 2,5χμ. περίπου νοτιοανατολικά της «Σμίξης» του Φουρνιώτικου π. με το Μέγδοβα.
Το όνομα της Βράχας οφείλετε στον απέναντι – βόρεια – του χωριού, μεγαλόπρεπου και θεόρατο βράχο Τ σ ι ο ύ κ α. Δεν έχει καμιά σχέση με την Παλιοβράχα της Φθιώτιδας, ούτε υπάρχει στην Ελλάδα συνώνυμο χωριό. Ο κάτοικος λέγεται «βραχινός –ή, -ό ή –άκι», σπάνια «βραχιώτης» ή «βράχας». Οι σχολαστικοί του 18αι. και 19αι. τον έλεγαν «βραχαίος». Σαν επώνυμο το «Βράχας» συναντιέται από πολύ παλιά χρόνια στη Χίο, Ζάκυνθο, Μεσσηνία, Κύπρο κ.α. Φαίνεται, ότι οι «Βράχας» αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με την Βράχα τον Αγράφων.
Γενικά θεωρείται σαν π α ρ α θ ε ρ ι σ τ ι κ ό χωριό. Το χωριό έχει τις προβλεπόμενες κοινοτικές αρχές και λειτουργήματα. Διοικητικό κέντρο της περιοχής είναι η Φουρνά («που απέχει από την Βραχα μας 14χμ.), όπου εδρεύουν όλες οι (κατώτερες ) Αρχές, που εξυπηρετούν τα βόρεια του Βελουχιού, ευρυτανικά χωριά. Επαρχιακοί και δασικοί δρόμοι συνδέουν το χωριό με τα ευρυτανικά χωριά και τους ωραίους και απέραντους ελατιάδες και δρυμώνες της νότιας Πίνδου.
Η Βράχα διαθέτει τα στοιχειώδη και βασικά μέσα για την εξυπηρέτηση του παραθεριστή, του εκδρομέα, του κυνηγού, του ψαρά, του φίλου της υπαίθρου, γενικά του ανθρώπου της πόλης που ζητάει αλλαγή, αποσυμφόρηση, ψυχική και σωματική ξεκούραση. Το χωριό δεν έχει αρχαιότητες. Οι ευπρόσιτες όμως και ευκολοπερπάτητες φυσικές καλλονές του είναι αρκετές. Για τον ιστοριόφιλο και τον φιλότεχνο, για κείνον που ενδιαφέρεται για τις κοντινές μας ρίζες (15 ως 19 αι.) υπάρχουν:
– το καθολικό της άλλοτε «Ιστορικής Μονής της κατά Βράχαν των Αγράφων» που είναι εσωτερικά ολόκληρο τοιχογραφημένο και διαθέτει αρκετά ιστορικά κειμήλια από τη εποχή του 16 αι.
– ο μεγαλόπρεπος ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου με παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τεχνική.
– παλιές βρύσες, καλντερίμια, ερείπια, φυσικά αξιοπερίεργα, πολυαιώνια δέντρα κ.α.
Η κοινοτική περιφέρεια της Βράχας έχει έκταση (στατιστική) περίπου 28.000στρ. από αυτή 1500 στρ. είναι συνοικισμοί και απάτητα (βράχια), τα 6500 στρ. είναι χωράφια, τα 15.000 στρ. είναι δάση και δασοβοσκοτόπια και τα 5000 στρ. είναι καθαρά γυμνά – αλπικά – βοσκοτόπια. Στην πραγματικότητα τα κάποια αξίας και αποδοτικότητας χωράφια φτάνουν έως 2000στρ. Τα υπόλοιπα (4500 στρ.) έγιναν περιστασιακά χωράφια – για 4, 5 χρόνια – που αρπάχτηκαν από τα δάση και τα βοσκοτόπια, όταν πολυμεγάλωσε ο πληθυσμός του χωριού. Είχαν μεγάλη κλίση και σε λίγα χρόνια ξεσαρίστηκαν, αχρηστεύτηκαν. Ο πληθυσμός της Βράχας δεν ξεπέρασε ποτέ τους 900 κατοίκους.
Το όνομα της Βράχας οφείλετε στον απέναντι – βόρεια – του χωριού, μεγαλόπρεπου και θεόρατο βράχο Τ σ ι ο ύ κ α. Δεν έχει καμιά σχέση με την Παλιοβράχα της Φθιώτιδας, ούτε υπάρχει στην Ελλάδα συνώνυμο χωριό. Ο κάτοικος λέγεται «βραχινός –ή, -ό ή –άκι», σπάνια «βραχιώτης» ή «βράχας». Οι σχολαστικοί του 18αι. και 19αι. τον έλεγαν «βραχαίος». Σαν επώνυμο το «Βράχας» συναντιέται από πολύ παλιά χρόνια στη Χίο, Ζάκυνθο, Μεσσηνία, Κύπρο κ.α. Φαίνεται, ότι οι «Βράχας» αυτοί δεν έχουν καμία σχέση με την Βράχα τον Αγράφων.
Γενικά θεωρείται σαν π α ρ α θ ε ρ ι σ τ ι κ ό χωριό. Το χωριό έχει τις προβλεπόμενες κοινοτικές αρχές και λειτουργήματα. Διοικητικό κέντρο της περιοχής είναι η Φουρνά («που απέχει από την Βραχα μας 14χμ.), όπου εδρεύουν όλες οι (κατώτερες ) Αρχές, που εξυπηρετούν τα βόρεια του Βελουχιού, ευρυτανικά χωριά. Επαρχιακοί και δασικοί δρόμοι συνδέουν το χωριό με τα ευρυτανικά χωριά και τους ωραίους και απέραντους ελατιάδες και δρυμώνες της νότιας Πίνδου.
Η Βράχα διαθέτει τα στοιχειώδη και βασικά μέσα για την εξυπηρέτηση του παραθεριστή, του εκδρομέα, του κυνηγού, του ψαρά, του φίλου της υπαίθρου, γενικά του ανθρώπου της πόλης που ζητάει αλλαγή, αποσυμφόρηση, ψυχική και σωματική ξεκούραση. Το χωριό δεν έχει αρχαιότητες. Οι ευπρόσιτες όμως και ευκολοπερπάτητες φυσικές καλλονές του είναι αρκετές. Για τον ιστοριόφιλο και τον φιλότεχνο, για κείνον που ενδιαφέρεται για τις κοντινές μας ρίζες (15 ως 19 αι.) υπάρχουν:
– το καθολικό της άλλοτε «Ιστορικής Μονής της κατά Βράχαν των Αγράφων» που είναι εσωτερικά ολόκληρο τοιχογραφημένο και διαθέτει αρκετά ιστορικά κειμήλια από τη εποχή του 16 αι.
– ο μεγαλόπρεπος ενοριακός ναός του Αγίου Νικολάου με παραδοσιακή αρχιτεκτονική και τεχνική.
– παλιές βρύσες, καλντερίμια, ερείπια, φυσικά αξιοπερίεργα, πολυαιώνια δέντρα κ.α.
Η κοινοτική περιφέρεια της Βράχας έχει έκταση (στατιστική) περίπου 28.000στρ. από αυτή 1500 στρ. είναι συνοικισμοί και απάτητα (βράχια), τα 6500 στρ. είναι χωράφια, τα 15.000 στρ. είναι δάση και δασοβοσκοτόπια και τα 5000 στρ. είναι καθαρά γυμνά – αλπικά – βοσκοτόπια. Στην πραγματικότητα τα κάποια αξίας και αποδοτικότητας χωράφια φτάνουν έως 2000στρ. Τα υπόλοιπα (4500 στρ.) έγιναν περιστασιακά χωράφια – για 4, 5 χρόνια – που αρπάχτηκαν από τα δάση και τα βοσκοτόπια, όταν πολυμεγάλωσε ο πληθυσμός του χωριού. Είχαν μεγάλη κλίση και σε λίγα χρόνια ξεσαρίστηκαν, αχρηστεύτηκαν. Ο πληθυσμός της Βράχας δεν ξεπέρασε ποτέ τους 900 κατοίκους.
ΑΙΩΝΑΣ 18,19 KAI 20:
Στα τέλη του 17 αρχές 18 αιώνα φαίνεται ότι η Βράχα έπαθε μεγάλες καταστροφές από πυρπόληση και επιδημίες, καθώς και μείωση σοβαρή του πληθυσμού της. Με τα χρόνια οικοδομήθηκε ξανά στα όρια του σημερινού χωριού, εκτός από το σημερινό Βορ. Μαχαλά (σκωπτικά Κόνιαβη) που είναι νεότερος. Το παλιό Βόρ ήταν λίγο ψηλότερα και δυτικοβορειότερα. Οι μικροσυνοικίες – γειτονιές Τσαγκάρη, Χρυσικού, Παλιόσπιτα, έγιναν λαχανόκηποι. Στον Αϊ- Γιώργη φύτρωσαν βαλανιδιές και σκλήθρα, που σκέπασαν τα ερείπια. Το ίδιο και στο Παλιοκλήσι, φύτρωσαν πουρνάρες. Δύσκολα , αραιά και που διακρίνονται σήμερα τα ίχνη των άλλοτε μικρισυνοικισμών. Την ίδια εποχή φύτρωσαν στο βορειοδυτικό τμήμα της κοινοτικής περιφέρειας το Ζάβατο – κοινοτικό δάσος καρυδιών – και άλλες ιδιωτικές συστάδες καρυδιών, που σώζονται ακόμα κουτσουρεμένες, μισόξερες, ταλαιπωρημένες από τα χρόνια και τη ζωή.
Κατά την επανάσταση (1821) το χωριό καταστράφηκε ολοκληρωτικά από πυρπόληση. Μοναχά το Μοναστήρι δεν έκαψαν οι Τούρκοι. Το τοπωνύμιο Καϊάδες στην συνοικία της Παναγίας ή Πέρα Μαχαλά, γύρω και χαμηλότερα από τα Γιωργακοπουλαίικα σπίτια θυμίζει την καταστροφή αυτή. Μετά την απελευθέρωση το χωριό ξαναχτίστηκε στην προηγούμενη θέση, δηλαδή την τωρινή. Ο Βόρ Μαχαλάς συνοικίστηκε γύρω στα 1880. Το 1966, με το σεισμό της 5/2/1966, καταμετρήθηκαν στη Βράχα, μαζί ,με το σχολείο και τις εκκλησίες, 214 κατοικίες, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τα δεύτερα (εξοχόσπιτα) σπίτια που είχαν μερικές οικογένειες.
ΣΧΕΔΙΟ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΣΠΙΤΙΟΥ:
Βράχα στα Πλατάνια ερείπια σπιτιού (Βάϊου Τσούτσικα)
Γύρω από την πηγή ή βρύση, κοντά στην εκκλησία, δεξιά και αριστερά από κάποιο βατό δρόμο χτίζονταν τα σπίτια της γειτονιάς που γενικά ήταν γειτονιά αδερφοξάδερφων, κουμπάρων, φίλων. Δεν υπήρχε κανένα σχέδιο συνοικίας ή χωριού. Η μορφολογία του εδάφους, τα οικόπεδα, οι ευκολίες και οι ανάγκες ήταν οι «οδηγοί» για το «πολεοδομικό» σχέδιο. Από τα παλιότερα χτίσματα που σώζονται στην Πανωμεγδόβια περιοχή – πριν Ανατολικά Άγραφα – είναι το καθολικό της άλλοτε μονής Βράχας, που ανακαινίστηκε τι 1745.
Τα σπίτια χτίστηκαν με τους παραδοσιακούς τρόπους και μέσα του 18 και 19 αιώνα. Το σπίτι ήταν ισόγειο ή ανώροφο με κατώγι και κελάρια στο ισόγειο, σε σχήμα ορθογώνιου, τετραγώνου ή γάμα, χοντρότοιχο με ξυλοδέματα (σενάζια), λασπόχτιστο. Η στέγη σκεπαζόνταν με βυζαντινά αυλακωτά κεραμίδια. Το πάτωμα στο ανώροφο σπίτι και το ταβάνι γινόταν χοντροπελεκημένες δρύινες τάβλες επιστρωμένες με λάσπη. Παράθυρα μικρά, χωρίς τζάμια. Στα περισσότερα σπίτια η εστία ήταν στη μέση του δωματίου και ο καπνός έβγαινε από μια μικρή οπή (τρύπα) στη στέγη. Αργότερα γενικεύτηκε η κατασκευή τζακιού με καμινάδα.
Μπροστά στο σπίτι ήταν η περιμαντρωμένη αυλή με υπόστεγο συνήθως και πίσω ο πρασόκηπος, αν υπήρχε αρκετό οικόπεδο. Ξεχωριστή κουζίνα δεν υπήρχε, το καθημερινό δωμάτιο ήταν και η κουζίνα. Δεν έφτιαχναν αποχωρητήριο. Οι αχυρώνες χτίζονταν στην παρυφή της γειτονιάς ή μαχαλά. Το σπίτι εξυπηρετούσε τις πιο βασικές και στοιχειώδεις βιοτικές και αγροτογεωργικές ανάγκες της οικογένειας.
Ο παραδοσιακός αυτός τύπος ορεινού ρουμελιώτικου σπιτιού διατηρείται μέχρι τώρα, με βελτιώσεις και συμπληρώσεις για καλύτερη και ανετότερη ζωή, που και αυτές υιοθετήθηκαν με το πέρασμα των χρόνων, γενιών και την εξέλιξη. Η Βράχα σαν σπίτι ή οικισμός δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Φυσιογνωμία και χρώμα παίρνει από το περιβάλλον της, τη γύρω φύση, ιδιαίτερα όταν κανείς την βλέπει από τον νοτιά.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ:
ΠΛΑΤΕΙΕΣ:
Στο Χοροστάσι:
Τα σπίτια χτίστηκαν με τους παραδοσιακούς τρόπους και μέσα του 18 και 19 αιώνα. Το σπίτι ήταν ισόγειο ή ανώροφο με κατώγι και κελάρια στο ισόγειο, σε σχήμα ορθογώνιου, τετραγώνου ή γάμα, χοντρότοιχο με ξυλοδέματα (σενάζια), λασπόχτιστο. Η στέγη σκεπαζόνταν με βυζαντινά αυλακωτά κεραμίδια. Το πάτωμα στο ανώροφο σπίτι και το ταβάνι γινόταν χοντροπελεκημένες δρύινες τάβλες επιστρωμένες με λάσπη. Παράθυρα μικρά, χωρίς τζάμια. Στα περισσότερα σπίτια η εστία ήταν στη μέση του δωματίου και ο καπνός έβγαινε από μια μικρή οπή (τρύπα) στη στέγη. Αργότερα γενικεύτηκε η κατασκευή τζακιού με καμινάδα.
Μπροστά στο σπίτι ήταν η περιμαντρωμένη αυλή με υπόστεγο συνήθως και πίσω ο πρασόκηπος, αν υπήρχε αρκετό οικόπεδο. Ξεχωριστή κουζίνα δεν υπήρχε, το καθημερινό δωμάτιο ήταν και η κουζίνα. Δεν έφτιαχναν αποχωρητήριο. Οι αχυρώνες χτίζονταν στην παρυφή της γειτονιάς ή μαχαλά. Το σπίτι εξυπηρετούσε τις πιο βασικές και στοιχειώδεις βιοτικές και αγροτογεωργικές ανάγκες της οικογένειας.
Ο παραδοσιακός αυτός τύπος ορεινού ρουμελιώτικου σπιτιού διατηρείται μέχρι τώρα, με βελτιώσεις και συμπληρώσεις για καλύτερη και ανετότερη ζωή, που και αυτές υιοθετήθηκαν με το πέρασμα των χρόνων, γενιών και την εξέλιξη. Η Βράχα σαν σπίτι ή οικισμός δεν παρουσιάζει κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό. Φυσιογνωμία και χρώμα παίρνει από το περιβάλλον της, τη γύρω φύση, ιδιαίτερα όταν κανείς την βλέπει από τον νοτιά.
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΟΙΚΙΣΜΟΥ:
ΠΛΑΤΕΙΕΣ:
Στο Χοροστάσι:
H Βράχα είχε από τα παλιά χρόνια μια πλατεία, το Χοροστάσιο στο κέντρο του Μεγ. Μαχαλά, δίπλα από τη βρύση με τον ιστορικό πλάτανο.Εδώ γίνονταν χοροί και διασκεδάσεις, συνερχόταν ή «δημογεροντία» αν το επέτρεπε ο καιρός, οι πραματευτάδες άπλωναν τις πραμάτειες τους, οι Σαμαρνιώτες ξεφόρτωναν για πούλημα τα σιταροκαλάμποκα, που κουβαλούσαν από την Θεσσαλία. Η πλατεία είχε ανέκαθεν κάποια διαμόρφωση και λίθινα καθίσματα.Όταν το 1905 χτίστηκε το δημοτικό σχολείο του χωριού, η πλατεία περιορίστηκε στο μισό.Το 1935 την πλατεία την ανακαίνισε ο Μήτρος Ράγκος σε μνήμη του γιου του Νικόλαο.Το 1950 μερικοί περίκοι έκριναν καλό να ξαλαφρώσουν την πλατεαπό μερικά στοιχεία της, όπως την αναμνηστική στήλη, πέτρες, αγκωνάρια.
«Βράχα Απρίλιος 2006 στο Χοροστάσι»
«Στον Πλάτανο» ή «στα Μαγαζιά»
«Βράχα Απρίλιος 2006 στο Χοροστάσι»
«Στον Πλάτανο» ή «στα Μαγαζιά»
«Στον Πλάτανο ή στα Μαγαζιά», όπως έχει μείνει η ονομασία σήμερα. Αγορά με πλατεία δεν υπήρχε στη Βράχα. Μπακάλικα άνοιξαν το 1850 κι’ ύστερα, δυτικά του Αϊ- Νικόλα. Από τότε μέχρι και σήμερα είναι το κεντρικότερο μέρος της Βράχας. Το 2006 η πλατεία ανακαινίστηκε και έγινε η πενταπλάσια από αυτή στην φωτογραφία. Τριγύρω έχουν ανοίξει καφενεία και ταβέρνες. Το μέρος αυτό κατά τους καλοκαιρινούς μήνες σφύζει από ζωή.
« Βράχα χειμώνας 2002 στον Πλάτανο-Μαγαζιά »
ΑΛΩΝΙΑ:
ΑΛΩΝΙΑ:
Τα πετράλωνα του χωριού στρώθηκαν από την Απελευθέρωση (1821) κι’ ύστερα.
Οι περισσότεροι νοικοκυραίοι της εποχής έφτιαξαν στην παρυφή του μαχαλά τους ή σε άλλη κοντινή και κατάλληλη ιδιόκτητη έκταση ο καθένας το αλώνι του.
Η συνήθεια κράτησε μέχρι πρόσφατα. Από το 1965 κι’ ύστερα σπάνια χρησιμοποιούσαν τ’ αλώνια.
« Βράχα χειμώνας 2002 στα Αλώνια»
ΒΡΥΣΕΣ ΚΑΙ ΠΗΓΕΣ:
«Μία από τις Βρύσες τις Βράχας στην παρυφή του οικισμού της έτος 2004»
Υπήρχαν και υπάρχουν πάνω από 20 πικροπηγές και βρύσες μέσα και στην παρυφή του οικισμού της Βράχας. Από αυτές υδρευόταν και υδρεύεται το χωριό και τα κατοικίδια, ποτίζονται οι πρασόκηποι και μικροπεριβόλια. Πολλές άλλες πηγές και βρύσες, με λίγη γενικά παροχή, υπήρχαν και υπάρχουν στην κοινοτική περιφέρεια κοντά ή διπλά σε δρόμους και μονοπάτια, μέσα σε χωράφια ή ρουμάνια. Οι περισσότερες πηγές, μέσα και στην περιφέρεια του χωριού, ήταν διαμορφωμένες και διασκευασμένες πρόχειρα ή τεχνικότερα και μονιμότερα σε βρύσες με λίθινη ή κέδρινη κούπα ή απλά με καλανάκι για τη σούρλα (ροή) του νερού. Οι κυριότερες βρύσες χτίστηκαν στα παλιά χρόνια και κατά καιρούς ανακαινίζονταν. Τη βρύση του Πέρα Μαχαλά (Παναγίας), τη γνωστή σαν «Πέρα Βρύσες» την ανακαίνισε το 1879 ο Μήτρος Γ.Δ. Τσελος. Επίσης 10 μ. βορειότερα της σημερινής βρύσης στην Αγία Παρασκευή υπήρχε βρύση του Μουσταφά με μεγάλη χοντρολαξεμένη πέτρινη κούπα που βούλιαξε το 1900. Αν το «Μουσταφάς» δηλώνει μωαμεθανό ή παρωνύμιο χριστιανού μας είναι άγνωστο. Οι μωαμεθανοί τα χρονιά εκείνα συνήθιζαν να χτίζουν βρύσες σε διάφορα μέρη σε ανάμνηση κάποιου γεγονότος ή απλά για την ψυχή τους. Τους μιμούνταν και οι χριστιανοί.
«Να’ χα νερό’ π’ το Νήστικο
Κορίτσι από την Βράχα
Να δεις καζάντια’ π’ θα’ κανα
Να δεις παραδές’ π’θα’ χα».
ΥΔΡΑΓΩΓΕΙΟ:
Το καλοκαίρι το χωριό είχε γύρω στους 800 κατοίκους μαζί με τους παραθεριστές και έτσι δεν υπήρχε επάρκεια πόσιμου νερού. Κατά την πρώτη πενταετία του 1960 αποφασίστικε, μελετήθηκε και άρχισε, με έξοδα του Δημοσίου, η κατασκευή υδραγωγείου. Μέχρι το 1965 κατασκευάστηκαν ο εξωτερικός αγωγός και ψηλότερα από την κορυφή του χωριού, δυτικά του Άγιου Νικολαο, η συγκεντρωτική δεξαμενή. Υδρομαστεύτηκαν και μπήκαν στο υδραγωγείο τα νερά των πηγών Σταυρός, Λάπατα, Στεφανή κ.α. Η παροχή ήταν μικρή και το νερό δεν επαρκούσε και το μειονεκτικότερο ήταν ότι ο έλεγχος θα ήταν δύσκολος λόγω των πολλών πηγών και υδρομαστεύσεων. Μετά το 1974 με ενέργειες της Κοινότητας και μέριμνα των βουλευτών Ευρυτανίας δόθηκαν πιστώσεις και αποπερατώθηκε το 1978 το εσωτερικό δίκτυο του υδραγωγείου. Έτσι πιστεύετε ότι λύθηκε ένα από τα βασικότερα προβλήματα της Βράχας.
ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΤΙΣΜΟΣ:
Ύστερα από επανωτές και από χρόνια ενέργειες της Κοινότητας και καταγόμενων από την Βράχα, ιδιαίτερα από το 1975, αποφασίστηκε το 1978 ο ηλεκτροφωτισμός του χωριού. Σύνδραμαν παράγοντες του τόπου και πολλοί καταγόμενοι από τη Βράχα. Με τη συντήρηση και βελτίωση της αμαξιτής, την αποπεράτωση του υδραγωγείου, την ηλεκτροδότηση και τ’ άλλα φυσικά πλεονεκτήματα της συμπεραίνεται ότι η Βράχα – παρά τη μετοίκηση του πλείστου των κατοίκων της – θα επιζήσει σαν πόλος έλξης και πυρήνα ενός πολύ καλού παραθεριστικού χωριού, στο οποίο θα καταφεύγουν και προσφεύγουν καταγόμενοι από αυτή και φίλοι τους.
Το καλοκαίρι το χωριό είχε γύρω στους 800 κατοίκους μαζί με τους παραθεριστές και έτσι δεν υπήρχε επάρκεια πόσιμου νερού. Κατά την πρώτη πενταετία του 1960 αποφασίστικε, μελετήθηκε και άρχισε, με έξοδα του Δημοσίου, η κατασκευή υδραγωγείου. Μέχρι το 1965 κατασκευάστηκαν ο εξωτερικός αγωγός και ψηλότερα από την κορυφή του χωριού, δυτικά του Άγιου Νικολαο, η συγκεντρωτική δεξαμενή. Υδρομαστεύτηκαν και μπήκαν στο υδραγωγείο τα νερά των πηγών Σταυρός, Λάπατα, Στεφανή κ.α. Η παροχή ήταν μικρή και το νερό δεν επαρκούσε και το μειονεκτικότερο ήταν ότι ο έλεγχος θα ήταν δύσκολος λόγω των πολλών πηγών και υδρομαστεύσεων. Μετά το 1974 με ενέργειες της Κοινότητας και μέριμνα των βουλευτών Ευρυτανίας δόθηκαν πιστώσεις και αποπερατώθηκε το 1978 το εσωτερικό δίκτυο του υδραγωγείου. Έτσι πιστεύετε ότι λύθηκε ένα από τα βασικότερα προβλήματα της Βράχας.
ΗΛΕΚΤΡΟΦΩΤΙΣΜΟΣ:
Ύστερα από επανωτές και από χρόνια ενέργειες της Κοινότητας και καταγόμενων από την Βράχα, ιδιαίτερα από το 1975, αποφασίστηκε το 1978 ο ηλεκτροφωτισμός του χωριού. Σύνδραμαν παράγοντες του τόπου και πολλοί καταγόμενοι από τη Βράχα. Με τη συντήρηση και βελτίωση της αμαξιτής, την αποπεράτωση του υδραγωγείου, την ηλεκτροδότηση και τ’ άλλα φυσικά πλεονεκτήματα της συμπεραίνεται ότι η Βράχα – παρά τη μετοίκηση του πλείστου των κατοίκων της – θα επιζήσει σαν πόλος έλξης και πυρήνα ενός πολύ καλού παραθεριστικού χωριού, στο οποίο θα καταφεύγουν και προσφεύγουν καταγόμενοι από αυτή και φίλοι τους.
ΓΕΦΥΡΕΣ ΚΑΙ ΓΕΦΥΡΑΚΙΑ:
Από τα παλιά χρόνια δε σώζεται τίποτα. Η ωραία λίθινη καμαρωτή γέφυρα στο Μέγδοβα (Κότσικα),που ανατινάχτηκε άσκοπα το 1949, χτίστηκε γύρω στα 1905. Η γεφυρούλα στο Φουρνιώτικο (Κάμινες) χτίστηκε γύρω στα 1928.Το Ξυλογέφυρο στο βραχηνό ξεροπόταμο χτίστηκε πριν τα 1900 και ανακαινίστηκε δύο τρεις φορές. Το καρέλι στο Μέγδοβα (Ζαχαρή) φτιάχτηκε το 1959. Το γεφυράκι στ’ αλώνια (Μεγάλος Μαχαλάς) χτίστηκε γύρω στα 1925.
ΔΡΟΜΟΙ:
Για αιώνες το χωριό χρησιμοποιούσε και συνδεόταν με την περιφέρεια του και τα γύρω χωριά με καλούς ή δύσβατους ημιονικούς, που υπάρχουν και σήμερα. Ο αμαξόδρομος Φουρνά – Βράχα ανοίχτηκε το 1950/51 με το πρόγραμμα «Πρόνοια-εργασία».Τότε κορνάρισε για πρώτη φορά αυτοκίνητο στη Βράχα. Ύστερα το χωριό συνδέθηκε με τα γύρω χωριά,εκτός τα δυτικά του Μέγδοβα, με καλό επαρχιακό αμαξόδρομο και δασικούς δρόμους.
«Το πρώτο λεωφορείο στην Βράχα (κορυφή Ζαχαράκι) 24-10-1968»
ΜΥΛΟΙ:
Ο νερόμυλος ήταν βασικό και απαραίτητο εργαστήρι για την ζωή του χωριού. Οι παλιοί αρχαίοι μύλοι της Βράχας ήταν:
– στις Κάμινες, στο Φουρνιώτικο π. ανατολικά από τα Κουκιά. Τον ξέρουμε και σαν του «Χασιώτη το μύλο», όνομα κάποιου καλόγερου του Μοναστηριού. Ήτανε Μοναστηριακός, είχε μαντάνια και νεροτριβή.
_ στον Υψωμένο Δέντρο, κοντά στη συμβολή του ανατολικά του χωριού ρεματιού και του ρεματιού (Β) Αϊ- Βλασιόρεμα.
_Στη Φονίσκα που πολύ πιθανά ήταν ζωοκίνητος.
Μετά το 1821 χτίστηκαν κατά καιρούς ιδιωτικοί και βακούφικοι χειμωνιάτικοι νερόμυλοι, χαμηλότερα και ΒΑ από το χωριό, στο παραπάνω ρέμα και μέχρι το Ξυλογέφυρο. Το 1925 εγκατέστησε ατμόμυλο, «μηχανή» ο Γιώργος Στ. Κ. Μάγκας. Δεν πρόκοψε. Πετρελαιοκίνητο μύλο και πριονοκορδέλα εγκατέστησε το 1960 ο Ηλίας Σπ. Τσουτσικας. Μετά το 1960 οι νερόμυλοι γενικότερα εγκαταλείφθηκαν. Οι κάτοικοι αγόραζαν το αλεύρι από τους κάμπους ή άλεθαν τα πολύ λίγα σιτηρά τους στις «μηχανές».
ΠΑΙΔΕΙΑ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Σχολεία «Κοινών Γραμμάτων» λειτουργούσε στο Μοναστήρι σχεδόν από τότε που ιδρύθηκε. Στο κατώτερο αυτό σχολείο τα παιδιά μάθαιναν τα λεγόμενα «κολλυβογράμματα», δηλαδή ανάγνωση, γραφή και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής. Κατά καιρούς μορφωμένοι μοναχοί του Μοναστηριού δίδασκαν και ανώτερα μαθήματα, όπως ελληνικά, φυσικομαθηματικά, λατινικά κ.α. Ένα δυο κελιά του Μοναστηριού αποτελούσαν την αίθουσα διδασκαλίας. Επίσης και ο γυναικωνίτης τ’ Αϊ-Νικόλα υπεραρκούσε για τα μικρά παιδιά που πρωτομάθαιναν- παράδοση- την «αλφαβήτα» από τον παπά της ενορίας, ενώ τα μεγαλύτερα πηγαινοέρχονταν στο Μοναστήρι. Τα βιβλία και τα αναγνωστικά τους ήταν: το Χτωήχι, ο Απόστολος, το Ψαλτήρι κ.α. Για πλάκα χρησίμευε ένα κομμάτι κοινής σανιδάς αλειμμένης με κερί ή πλάκα από ξύλο κέδρου. Για κοντύλι χρησίμευε η μύτη του σουγιά ή ένα μολύβι. Το χαρτί ήταν δυσεύρετο και ακριβό. Έγραφαν με φτερό και μελάνι που το έφτιαχναν εμπειρικά από φλούδες, ρίζες, άνθη, καρπούς διάφορων φυτών. Το μακρουλό ασημένιο καλαμάρι με μελανοδοχείο και θήκη για το «φτερό» και το μολύβι το φορούσαν οι μαθητές στη ζώνη. Σαν μεγάλωναν το παρέδιναν στα μικρότερα αδέρφια και αυτοί φορούσαν στη θέση του σελάχι και πάλα. Έτσι μάθαιναν τα κολλυβογράμματα.
Σχολεία μετά την απελευθέρωση Και τότε τα παιδιά μάθαιναν κολλυβογράμματα με τα ιδία βιβλία και μέσα και στα ίδια σχολεία Κοινών Γραμμάτων (Μοναστήρι, Αϊ-Νικόλας). Σαν διαλύθηκε το Μοναστήρι οι γονείς πήραν μισθωτό δάσκαλο οπού και δασκάλεψε πάνω από 30 χρόνια. Το σχολείο το καλοκαίρι ήταν υπαίθριο και το χειμώνα το μάθημα γινόταν στο γυναικωνίτη του Αϊ-Νικόλα ή στο σπίτι του δασκάλου.
Γραμματοσχολείο ήταν τύπος δημοτικού σχολείου με 4 τάξεις και ο δάσκαλος ήταν «υποδιδάσκαλος», συνήθως απόφοιτος Ελληνικού Σχολείου, του γνωστού και σαν «σχολαρχείο», με μετεκπαίδευση 40 έως 60 ημερών. Τέτοιο σχολείο οργανώθηκε στη Βράχα το 1880 και λειτούργησε μέχρι το 1900 περίπου. Είχε στεγαστεί σε ισόγειο μικρό κτήριο δίπλα (ΒΔ) από τον Άγιο Νικολαο.
Σχολεία «Κοινών Γραμμάτων» λειτουργούσε στο Μοναστήρι σχεδόν από τότε που ιδρύθηκε. Στο κατώτερο αυτό σχολείο τα παιδιά μάθαιναν τα λεγόμενα «κολλυβογράμματα», δηλαδή ανάγνωση, γραφή και τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής. Κατά καιρούς μορφωμένοι μοναχοί του Μοναστηριού δίδασκαν και ανώτερα μαθήματα, όπως ελληνικά, φυσικομαθηματικά, λατινικά κ.α. Ένα δυο κελιά του Μοναστηριού αποτελούσαν την αίθουσα διδασκαλίας. Επίσης και ο γυναικωνίτης τ’ Αϊ-Νικόλα υπεραρκούσε για τα μικρά παιδιά που πρωτομάθαιναν- παράδοση- την «αλφαβήτα» από τον παπά της ενορίας, ενώ τα μεγαλύτερα πηγαινοέρχονταν στο Μοναστήρι. Τα βιβλία και τα αναγνωστικά τους ήταν: το Χτωήχι, ο Απόστολος, το Ψαλτήρι κ.α. Για πλάκα χρησίμευε ένα κομμάτι κοινής σανιδάς αλειμμένης με κερί ή πλάκα από ξύλο κέδρου. Για κοντύλι χρησίμευε η μύτη του σουγιά ή ένα μολύβι. Το χαρτί ήταν δυσεύρετο και ακριβό. Έγραφαν με φτερό και μελάνι που το έφτιαχναν εμπειρικά από φλούδες, ρίζες, άνθη, καρπούς διάφορων φυτών. Το μακρουλό ασημένιο καλαμάρι με μελανοδοχείο και θήκη για το «φτερό» και το μολύβι το φορούσαν οι μαθητές στη ζώνη. Σαν μεγάλωναν το παρέδιναν στα μικρότερα αδέρφια και αυτοί φορούσαν στη θέση του σελάχι και πάλα. Έτσι μάθαιναν τα κολλυβογράμματα.
Σχολεία μετά την απελευθέρωση Και τότε τα παιδιά μάθαιναν κολλυβογράμματα με τα ιδία βιβλία και μέσα και στα ίδια σχολεία Κοινών Γραμμάτων (Μοναστήρι, Αϊ-Νικόλας). Σαν διαλύθηκε το Μοναστήρι οι γονείς πήραν μισθωτό δάσκαλο οπού και δασκάλεψε πάνω από 30 χρόνια. Το σχολείο το καλοκαίρι ήταν υπαίθριο και το χειμώνα το μάθημα γινόταν στο γυναικωνίτη του Αϊ-Νικόλα ή στο σπίτι του δασκάλου.
Γραμματοσχολείο ήταν τύπος δημοτικού σχολείου με 4 τάξεις και ο δάσκαλος ήταν «υποδιδάσκαλος», συνήθως απόφοιτος Ελληνικού Σχολείου, του γνωστού και σαν «σχολαρχείο», με μετεκπαίδευση 40 έως 60 ημερών. Τέτοιο σχολείο οργανώθηκε στη Βράχα το 1880 και λειτούργησε μέχρι το 1900 περίπου. Είχε στεγαστεί σε ισόγειο μικρό κτήριο δίπλα (ΒΔ) από τον Άγιο Νικολαο.
Δημοτικό Σχολείο Βράχας
Το γραμματοσχολείο έγινε μονοθέσιο τετρατάξιο δημοτικό σχολείο το 1900. Το 1923 προάγεται σε διθέσιο εξατάξιο δημοτικό. Το 1951 το σχολείο έγινε τριθέσιο, εξατάξιο και το 1970 υποβιβάστηκε σε διθέσιο εξατάξιο. Από το 1974 ο αριθμός των μαθητών έπεσε στους 8-10. ΚΤΗΡΙΑ: Το 1905-1909 χτίστηκε στο Χοροστάσι, σε τμήμα της πλατείας και από δωρεά ιδιωτικών οικοπέδων, το μονοθέσιο «καινούριο σχολείο». Πριν το 1904 το μεγάλωσαν και το έκαμαν διαίθουσο και το 1951/52 τριαίθουσο. Το 1966 από τους σεισμούς κατάντησε ετοιμόρροπο και εγκαταλείφθηκε. Με συνδρομή της ΚΓ’ περιφέρειας μέσης Εκπαιδεύσεως Αττικής κατασκευάστηκε στ’ Αλώνια τριαίθουσο σχολικό παράπηγμα. Το 1968 κατασκευάστηκε από τις λεγόμενες «ιταλικές επανορθώσεις» στο ίδιο οικόπεδο στ’ Αλώνια ωραίο τριαίθουσο λουόμενο μεταλλικό παράπηγμα με όλες τις σύγχρονες απαιτήσεις. Τελικά καταστράφηκε από σφοδρή θύελλα τη νύχτα 17/18 Δεκεμβρίου 1968.
Το τριαίθουσο λουόμενο μετά την σφοδρή θύελλα (20/03/1968)
Μέση και ανώτερη εκπαίδευση
Ελληνικό σχολείο. Το 1880 ιδρύθηκε στη Φουρνά Ελληνικό Σχολείο με 3 τάξεις . το 1928/32 το σχολαρχείο έγινε ημιγυμνάσιο με 2 τάξεις. Το 1936 το ημιγυμνάσιο Φουρνάς καταργήθηκε και ξανασυστήθηκε το 1951 σαν τριτάξιο. Το 1975 το ημιγυμνάσιο έγινε πλήρες εξατάξιο γυμνάσιο και 1977 τριτάξιο Γυμνάσιο-Λύκειο.
Γυμνάσιο Καρπενησίου το πλήρες τετρατάξιο ιδρύθηκε το 1918 όπου εγγράφονταν με εξετάσεις απόφοιτοι του σχολαρχείου. Το 1928/32 με την κατάργηση του σχολαρχείου το γυμνάσιο έγινε εξατάξιο.
Σ’ αυτά τα σχολεία, καθώς και στα γυμνάσια Λάμιας, Καρδίτσας, Αθηνών, Αγρινίου, Αγ. Γεωργίου Φθιώτιδας μετά το 1965 κ.α. φοίτησαν κατά καιρούς νέοι της Βράχας.
ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΣΤΑ 1505 – 1650.
Ο αιώνας αυτός ήταν η καλλίτερη εποχή για την πατρίδα μας τα Άγραφα και το χωριό μας Βράχα. Είναι η εποχή που το χωριό έχει τους 7 μαχαλάδες, τις 10 εκκλησιές, που ιδρύθηκε το Μοναστήρι, που χτίστηκαν ή ξαναχτίστηκαν οι περισσότερες εκκλησίες του, που φύτρωσε ο ιστορικός του πλάτανος στο Χοροστάσι. Αρκετά που σώζονται κειμήλια και μνημεία του χωριού και του Μοναστηριού χρονολογούνται από την εποχή αυτή 1535-1661.
ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ-ΣΕΙΣΜΟΣ-ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ (1950-1976)
ΕΠΑΝΑΠΑΤΡΙΣΜΟΣ
Την άνοιξη του 1950 επαναπατρίστηκαν οι Βραχινοί που είχαν μεταφερθεί το 1947 και 1948 στη Φθιώτιδα, Λοκρίδα, Καρδίτσα κ.α. Λίγοι είχαν παραμείνει στο χωριό εθελοντικά, από ανάγκη, φόβο, εκβιασμό ή δεν πρόφτασαν να καταφύγουν στις στρατιωτικές μονάδες που εκκένωσαν τον πληθυσμό. Βρήκαν τα σπίτια τους λεηλατημένα, αδειανά, μισοεριπωμένα. Αρκετά σπίτια είχαν πυρποληθεί. Ο νόστος, οι ταλαιπωρίες της προσφυγιάς, το ψυχικό δέσιμο με το προγονικό χωριό, το πατρικό σπίτι, τον κήπο, το χωραφάκι είναι δυνατά κίνητρα. Ρίχτηκαν στη δουλειά. Το κράτος βοήθησε με το πρόγραμμα «Πρόνοια Εργασία», με διανομές βοηθημάτων. Η πολιτεία χρηματοδότησε την ανακαίνιση των καταστραμμένων και ερειπωμένων σπιτιών. Με τα χρόνια άρχισαν και τα δασικά έργα. Οι αμαξωτοί δεν χαράχτηκαν με τις προβλεπόμενες κλίσεις. Η δουλειά ήταν επείγουσα και πρόχειρη. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλά οικιακά αντικείμενα τα είχαν λεηλατήσει, άτομα άσχετα με την ανταρσία που είχαν παραμείνει στο χωριό. Με τα χρόνια τα αναγνώρισαν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες. Τα παρατράγουδα και μικρότητες, δεν έλειψαν από τις διάφορες διανομές , ενισχύσεις και βοηθήματα. Με τον επαναπατρισμό όλοι ρίχτηκαν στη δουλειά. Τα χωράφια για 3 με 4 χρόνια είχαν αγραναπαυθεί. Τα δάση και τα βοσκοτόπια αναδασώθηκαν και ξαναχορτάρισαν. Τα κοπαδιάρικα γιδοπρόβατα γεννούσαν 2 φορές το χρόνο, τέτοια ήταν η αφθονία της βοσκής στα βοσκοτόπια της Βράχας. Χρόνο με το χρόνο γύρισαν οι φυλακισμένοι και εξόριστοι και αρκετοί φυγάδες. Παρόλα αυτά παρά τα βοηθήματα, τα δασικά και δημόσια έργα, τα μικρά κοινωφελή έργα, τα βελτιωμένα ζώα, τους βελτιωμένους σπόρους κ.α., οι οικονομικές δυνατότητες της Βράχας ήταν απρόσφορες και αρνητικές για τον πληθυσμό του χωριού. Έτσι το 1955/56 μερικοί νεότεροι κάτοικοι άρχισαν να αναζητούν εργασία και πόρους ζωής στις πόλεις και στους κάμπους ακόμα και στο εξωτερικό Γερμάνια, Αυστραλία, Αμερική. Η Βράχα μετά τον επαναπατρισμό γέμισε, ζωντάνεψε, συμμορφώθηκε και αναμορφώθηκε, ζωήρεψε. Οι δοκιμασίες όμως που πέρασε άφησαν την σφραγίδα τους, βαθειά σημάδια. Το απροκάλυπτο και απροσχημάτιστο πρόσχαρο ενδιαφέρον και ζεστασιά για το συγγενή, το γείτονα, το μαχαλιώτη, το χωριανό, χάθηκε. Κρυφός ψυχικός διχασμός που όχι σπάνια εκδηλωνόταν για χρόνια. Τραύματα και πληγές που τις θεραπεύει ο χρόνος, σε οργανισμούς βεβαία που παίρνουν από γιατρειά.
ΣΕΙΣΜΟΣ 5.2.1966
Στις 5 Φεβρουαρίου 1966, Σάββατο, ώρα 04.03’ έγινε στη δυτική και βόρεια Ευρυτανία και γειτονικές περιοχές δυνατός σεισμός. Το επίκεντρο του σεισμού ήταν, ανάμεσα Βράχας- Μαυρομάτας, στη χαράδρα του Μέγδοβα. Η γραφτή και προφορική ιστορία δε μνημονεύουν παλιότερο σεισμό ή σεισμική κατολίσθηση στην περιοχή. Από το σεισμό έπαθαν σοβαρές ζημιές ιδιαίτερα τα πολύ παλιά σπίτια, τα ακατοίκητα από χρόνια, τα υπερυψωμένα, τα κακότεχνα. Σοβαρές ζημιές έπαθαν και 1. το κτήριο του σχολείου στο Χοροστάσι, 2. ο ναΐσκος του παρεκκλησιού της Παναγίας, 3. τα υπερυψωμένα τμήματα του ναού του Αγίου Νικολάου, 4. ο ιστορικός ναΐσκος του άλλοτε μοναστηριού της Βράχας, 5. το όμορφο εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, 6. το ασήμαντο και πρόχειρο κτίσμα του εξωκλησιού Αϊ-Λιάς. Η Βράχα δεν είχε θύματα από το σεισμό παρά μονάχα κάποιους μικροτραυματισμούς.Η πολιτεία έτρεξε στους σεισμόπληκτους με βοηθήματα, σκηνές, παραπήγματα κ.α. Οι μικροδονήσεις συνεχίστηκαν για 1 με 2 χρόνια. Η ζωή πλέον, στις παράγκες ήταν ανυπόφορη, κρύο το χειμώνα και μεγάλη ζέστη το καλοκαίρι. Από την πρώτη χρονιά σχεδόν όλοι οι κάτοικοι μπήκαν στα σπίτια τους χρησιμοποιώντας τις παράγκες σαν βοηθητικούς χώρους. Σήμερα τα περισσότερα σπίτια έχουν επισκευασθεί και χτίστηκαν και πολλά καινούρια
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
«Ο Άγιος Νικόλαος που χτίσανε οι Βραχηνοί στη Νέα Βράχα Σταυρού Φθιώτιδας».
Λίγες μέρες μετά τον σεισμό νεαροί γεωλόγοι και σεισμολόγοι πήγαν στο χωριό. Το νότιο τμήμα του Μεγάλου Μαχαλά με συνέχεια τα Αλώνια-Γιάννακα-Τρανή Λάκκα-Χουπαίικα ήταν η σταθερότερη περιοχή της Βράχας. Οι γεωλόγοι και σεισμολόγοι υπέβαλαν την γενική έκθεση τους με εισήγηση για την Βράχα, ο οικισμός να μεταφερθεί εκτός της περιοχής του. Κατέλαβαν μεγάλες προσπάθειες για μεταφορά του οικισμού σε πρόσφορη αντισεισμική περιοχή και στεγαστική-αγροτογεωργική αποκατάσταση εκεί. Τελικά από τις Αρμόδιες Υπηρεσίες προκρίθηκε η περιοχή Σταυρού της Φθιώτιδας και για αποκατάσταση ημιαστική. Οι περισσότεροι Βραχινοί δεν ήθελαν να φύγουν και να αφήσουν τα σπίτια τους και την μικρή τους περιουσία. Κάποιοι είχαν επισκευάσει τα οικήματά τους και κατοικούσαν κανονικά, εφόσον οι μικροσεισμοί είχαν πάψει από καιρό. Η μετοίκηση θα ήταν προαιρετική. Προβλεπόταν 145 οικισμοί του ενός δωματίου για 3 άτομα, των δυο δωματίων για 4 και πάνω άτομα και σε οικόπεδο 340 τ.μ. Οι πραγματικοί κάτοικοι της Βράχας ήταν κατά τους σεισμούς γύρω στις 165 οικογένειες και το 1970/71 γύρω στις 145 οικογένειες. Χρόνο με το χρόνο συνεχίστηκε η μετακίνηση και εγκατάσταση Βραχινών οικογενειών στο Σταυρό Φθιώτιδας. Γύρω στους 15 με εγκαταστάθηκαν ποτέ εκεί. Βρήκαν δουλειά αλλού ή είχαν συμφέροντα κάπου αλλού. Η νέα γενιά άρχισε να φεύγει από στο Σταυρό χάριν και μόνο των παιδιών τους. Ας ελπίσουμε, ότι οι νεαροί Σταυριωτοβραχηνοί θα τιμήσουν και θα αξιοποιήσουν τη θυσία των γωνιών τους.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΒΡΑΧΑΣ
Η φυγή των Βραχηνών – πολύ συντηρητικών και δεμένων με το φτωχό τους τόπο – ήταν αναλογικά μικρή σε αντίθεση με άλλα χωριά. Ο σεισμός δεν έδιωξε τους Βραχηνούς απλά επιτάχυνε μια κατάσταση, της οποίας το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, έστω και σε πολλά χρόνια αργότερα. Παντελώς δεν θα άδειαζε και ίσως δεν αδειάσει ποτέ η Βράχα. Με ευνοϊκές και γενικές συνθήκες ίσως λίγοι θα παραμείνουν στη Βράχα, μόνο οικογένειες αγροτοκτηνοτρόφων. Κάθε χρόνο η Βράχα γεμίζει από ζωή. Ανεβαίνουν πολλοί για τις αγροτικές τους εργασίες, οι κτηνοτρόφοι και πάρα πολλοί παραθεριστές καταγόμενοι από το χωριό. Οι ομαδικές άνοδοι Βραχηνών για Χριστούγεννα και Πάσχα είναι σημαντικές. Οι αφίξεις και επισκέπτες του χωριού από Βραχηνούς και ξένους συνεχίζονται και κατά την χειμερινή περίοδο (δουλειές, κυνήγι κ.α.). το καλοκαίρι ο πληθυσμός φτάνει πάνω από 600 άτομα. Κάθε χρόνο, παρά τις απαγορεύσεις χτίζονται 1 με 2 σπίτια για παραθερισμό. Το υδραγωγείο επεκτείνεται. Μικροπιστώσεις χορηγούνται. Η Βράχα παρά τη μετοίκηση, παρουσιάζει τη μεγαλύτερη κίνηση επιβατικών και φορτηγών αυτοκινήτων, παραθεριστών, καταστημάτων, κ.α. Η Βράχα μας έχει εξαίρετο κλίμα, θεωρείται και υπολογίζεται σαν το καλλίτερο παραθεριστικό χωριό της περιοχής. Εάν αρθούν ορισμένα τυπικά κωλύματα σχετικά με την οικοδόμηση σπιτιών, εάν βελτιωθεί περισσότερο η βατότητα των αμαξωτών, εάν ηλεκτροφωτισθεί, συμπεραίνεται, ότι θα εξελιχθεί σε ένα πολύ καλό χωριό παραθερισμού και χειμερινού τουρισμού για άτομα μέσου οικονομικού επιπέδου, που κατάγονται από τη Βράχα ή που έχουν φιλία και σύνδεσμο με άτομα βραχηνής καταγωγής.
[Όλα τα παραπάνω είναι από το Βιβλίο: («Η ΒΡΑΧΑ» Υστεροβυζαντινό χωριό των Αγράφων), του Β.Ν.ΜΑΝΤΟΥΖΑ]